Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπάθεια η· κακοπαθεία.
-
- 1)
- α) Kακουχία, ταλαιπωρία, δυστυχία:
- (Ψευδο-Σφρ. 29833), (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 438)·
- β) κακομεταχείριση:
- διά το βάρος της κακοπαθείας ουδέν δέχονται εύκολα την μάθησιν (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).
- α) Kακουχία, ταλαιπωρία, δυστυχία:
- 2) Kαταπίεση, απροθυμία:
- κάλλιον έχει το ’λιγόν και μετά προθυμίας παρά μυριάδας χρήματα μετά κακοπαθείας (Σπαν. B 480).
[αρχ. ουσ. κακοπάθεια. Ο τ. μτγν. (συν. γρ. –ία) και σήμ. ποντ. (Andr., ‑ία). H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαθημένος, μτχ.,
- βλ. κακοπαθώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπάθησις η.
-
- Kακουχία, ταλαιπωρία:
- (Φαλιέρ., Θρ. 194).
[<κακοπαθώ + κατάλ. –σις]
- Kακουχία, ταλαιπωρία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαθίζω.
-
- Δυστυχώ, υποφέρω:
- (Φαλιέρ., Θρ. 35).
[<αόρ. του κακοπαθώ]
- Δυστυχώ, υποφέρω:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπάθιον το.
-
- Δυστύχημα, κακό:
- (Λίβ. Esc. 3453).
[<κακοπαθώ + κατάλ. –ιον]
- Δυστύχημα, κακό:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαθισμένος, μτχ.,
- βλ. κακοπαθώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαθώ· μτχ. παρκ. κακοπαθημένος· κακοπαθισμένος.
-
- Α´ (Aμτβ.) ταλαιπωρούμαι, δυστυχώ:
- (Aχέλ. 1945).
- Β´ Mτβ.
- 1) Yπομένω:
- τον ήλιο εκακοπάθουν (Λίβ. P 2572).
- 2) Yποφέρω:
- πόσα εκακοπάθησεν ώστε να την κερδαίσει (Λίβ. Esc. 3930).
- 1) Yπομένω:
[αρχ. κακοπαθέω. Βλ. και κακοπαθαίνω, ‑παθίζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ (Aμτβ.) ταλαιπωρούμαι, δυστυχώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόπαιδο το [kakópeδo] Ο41 : (οικ.) άταχτο παιδί.
[κακο- + παιδ(ί) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοπαίρνω [kakopérno] Ρ αόρ. κακοπήρα, απαρέμφ. κακοπάρει : 1. ~ κτ., παρεξηγώ κτ., δεν το ερμηνεύω σωστά· ΣYN έκφρ. το παίρνω στρα βά: Εγώ το έκανα για να τον βοηθήσω, αυτός όμως το κακοπήρε. 2. ~ κπ., τον αποπαίρνω.
[κακο- + παίρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπαντρεμένος, μτχ. επίθ.· κακοπανδρεμένος.
-
- Που ατύχησε στο γάμο:
- (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2029).
[μτχ. παρκ. του κακοπαντρεύομαι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Που ατύχησε στο γάμο:



