Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτι
21 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Κριαρά]
κάτιργον το,
βλ. κάτεργον.
[Λεξικό Κριαρά]
κάτις ‑ κάτινας, αντων.· κάντις· οκάτις — οκάτινας· ουκάτις.
  • 1) (Ως επίθ. και ουσ.) ένας, κάποιος:
    • κάτις άνθρωπος (Ασσίζ. 18019
    • οκάτις τον έδερεν (Ασσίζ. 21727‑8
    • (με κύρ. όν.):
      • Δυνάστης ήτον βασιλεύς Ροδόφιλος οκάτις (Βέλθ. 25).
  • 2) Kαθένας, οποιοσδήποτε:
    • Μη γύρευε το τι πράττει οκάτις (Ιακ., Παραιν. 39).
  • 3) Πληθ. κάτινες = μερικοί, ορισμένοι:
    • (Μαχ. 31221).

[<σύνδ. καν + αντων. τις. Πβ. όμως και Χατζιδ., ΜΝΕ Β´ 405 σημ. 1. Η λ. κάτις σήμ. ποντ. και κυπρ.· ινας στο Meursius και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατιστορίζω,
βλ. καταϊστορίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτισχνος -η -ο [kátisxnos] Ε5 : (λόγ.) εξαιρετικά αδύνατος, σκελετωμένος: Έσφιξα το κάτισχνο χέρι που μου έτεινε.

[λόγ. < ελνστ. κάτισχνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατίσχυση η [katísxisi] Ο33 : (λόγ.) η πλήρης επικράτηση.

[λόγ. κατισχυ- (κατισχύω) -σις > -ση (πρβ. μσν. κατίσχυσις `βία΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατισχύω [katisxío] Ρ9α : (λόγ.) επικρατώ πλήρως νικώντας σε όλα τα σημεία, νικώντας κατά κράτος: Kατίσχυσε των αντιπάλων του. || (νομ.): Ο νόμος κατισχύει της διατάξεως, είναι ισχυρότερος.

[λόγ. < αρχ. κατισχύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατισχύω.
  • Έχω την απαιτούμενη δύναμη για να κάνω κ.:
    • τα στόματα (ενν. των θηρίων) … ουκέτι προς ανθρώπους κατίσχυον επιπηδάν (Βίος Αλ. 4630).

[αρχ. κατισχύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιτί [katití] αντων. αόρ. (άκλ.) : (προφ.) χρησιμοποιείται στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού με τη σημασία κάποιο πράγμα· κάτι: Δώσ΄ του ~ για να φύγει. Ξέρω κι εγώ ~.

[< κάτι + τι (προφ.: [kati tí] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιτίς [katitís] αντων. αόρ. (άκλ.) : (λαϊκότρ., προφ.) κατιτί: Ελάτε, εγγονάκια μου, έχω ~ να σας δώσω. || το κατιτίς, για κτ. το επιπλέον, το σημαντικό, το ιδιαίτερο: Mεγάλωσαν τα παιδιά και θέλουν το ~ τους. Διαφέρει, έχει το ~ του.

[< κατιτί με προσθήκη κατά το τίποτις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιφές ο [katifés] Ο13 : 1. είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. 2. είδος βελούδου.

[τουρκ. katife (çiçegi) (από τα αραβ.) (katife `μετάξι΄ çiçek `λουλούδι΄)]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες