Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρα
89 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραγκιοζοπαίχτης ο [karagozopéxtis] Ο10 : αυτός που συνθέτει και παρουσιάζει στο θέατρο σκιών έργα με ήρωα τον Kαραγκιόζη: Ο Σπαθάρης είναι από τους γνωστότερους καραγκιοζοπαίχτες.

[καραγκιόζ(ης) -ο- + παίχτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραγκούνα η [karagúna] Ο25α : είδος δημοτικού χορού.

[θηλ. του Kαραγκούνης < (;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραγκούνικος -η -ο [karagúnikos] Ε5 : που έχει σχέση με τους Kαραγκούνηδες, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτούς: ~ χορός. Kαραγκούνικη φορεσιά.

[Kαραγκούν(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραγωγέας ο [karaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας οδηγός κάρου: Σκληρές οι συνθήκες εργασίας των καραγωγέων. Bρίζει σαν ~, με πολύ βαριές εκφράσεις.

[λόγ. κάρ(ον) + αρχ. ἀγωγεύς, αιτ. -έα `οδηγός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραδοκώ [karaδokó] Ρ10.9α : 1. περιμένω με τεταμένη την προσοχή μου να έρθει η κατάλληλη στιγμή, η ευκαιρία για να δράσω· καιροφυλακτώ: Ο εχθρός καραδοκεί μια στιγμή αδυναμίας μας για να μας επιτεθεί. Ο δολοφόνος καραδοκούσε μέσα στο σκοτάδι. 2. για κτ. που αποτελεί συνεχή και ύπουλη απειλή: Ο κίνδυνος του ατυχήματος καραδοκεί σε κάθε στροφή του δρόμου. Ο θάνατος καραδοκεί.

[λόγ. < αρχ. καραδοκῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρακαηδόνα η [karakaiδóna] Ο25α : (λαϊκ., μειωτ.) χαρακτηρισμός γυναίκας ανόητης και ενοχλητικής.

[< *κορακαηδόνα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κόρακ(ας) + αηδόνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρακάξα η [karakáksa] Ο25 : 1. το πουλί κίσσα. 2. (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός γυναίκας άσχημης και φιλοκατήγορης.

[μσν. καρακάξα < καρακάκισσα (βόρ. διάλ.) με συγκ. του άτ. [i] < *κορακόκισσα (ηχομιμ. επίδρ. της κραυγής καρακά) < κόρακ(ας) -ο- + κίσσα]

[Λεξικό Κριαρά]
καρακάξα η.
  • Κίσσα:
    • (Χρησμ. (Βέης) 1428).

[πιθ. ηχοπ. λ. Η λ. στο Du Cange (ζα) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρακόλι το [karakóli] Ο44 : (παρωχ., λαϊκ.) χωροφύλακας.

[τουρκ. karakol < βεν. caraguol]

[Λεξικό Κριαρά]
Καραμάνης ο.
  • Πολεμιστής που κατάγεται από την Καραμανία:
    • (Σταυριν. 186).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • (Byz. Kleinchron. Α´ 44723 κριτ. υπ).

[<τουρκ. Karaman]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες