Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάναβα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κάναβα η.
  • Αποθήκη κρασιού, κάβα:
    • (Mπερτολδίνος 98).

[<ιταλ. canova ή βεν. caneva. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κονόμος, Χυτήρης)]

[Λεξικό Κριαρά]
καναβατσένος, επίθ.
  • Που είναι από καναβάτσο:
    • εισμιόν επολιθώθηκεν … και κατεστάθη η όψη της ωσάν καναβατσένη (Χούμνου, Κοσμογ. 1142).

[<ουσ. καναβάτσο + κατάλ. ένος]

[Λεξικό Κριαρά]
καναβατσέτα η· κανεβατσέτα.
  • Μεταξωτό ύφασμα:
    • να βρω κανεβατσέτα να κάμω μια … τση κοπελιάς καρπέτα (Φορτουν. Ε´ 7).

[πιθ. <ιταλ. canavaccietto· ο τ. <βεν. canevazzeta]

[Λεξικό Κριαρά]
καναβάτσον το.
  • Ύφασμα κατασκευασμένο κυρίως από ίνες κανναβιού, χοντρό και τραχύ·
    • (εδώ ως καραβόπανο):
      • θέλει τούτο το άρμενον … πήχες διακόσες είκοσι καναβάτσον (Καραβ. 49514).

[<ιταλ. canavaccio. Τ. ο στο Βλάχ. (τζο) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες