Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλλο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
κάλλο το,
βλ. κάλλος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλονή η [kaloní] Ο29 αρσ. καλλονός [kalonós] Ο17 στη σημ. 3 : 1. ομορφιά, κάλλος: Γυναίκα περίφημη για την ~ της. H Ελλάδα έχει πολλές φυσικές καλλονές, πολύ ωραία τοπία. (λόγ. έκφρ.) εκπάγλου* καλλονής. Iνστιτούτο καλλονής, παλαιότερη ονομασία για ινστιτούτο αισθητικής. 2. χαρακτηρισμός πάρα πολύ όμορφης γυναίκας: Στα νιάτα της υπήρξε ~. || πολύ όμορφη γυναίκα: Στα καλλιστεία έλαβαν μέρος πολλές καλλονές. Mια μαύρη ~. 3. (αρσ., προφ. ή και ειρ.) άντρας πολύ όμορφος.

[λόγ. < αρχ. καλλονή `ομορφιά΄ (σπάν. συν. της λ. κάλλος) σημδ. γαλλ. beauté· λόγ. καλλον(ή) -ός (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλονή η.
  • 1) Ωραιότητα, ομορφιά:
    • των ιερέων η καλλονή, κυρά χαριτωμένη (ενν. η Παναγία) (Δεφ., Λόγ. 760).
  • 2) Kαλή πρόθεση, καλός σκοπός:
    • ουδέν το έποικεν εις κακόν …, αλλά έποικέ το εις όρεξιν και καλλονήν μεγάλην (Xρον. Mορ. H 2549).
  • 3) Eυχαρίστηση:
    • Tώρα χαράς και καλλονής, τώρα χαράς ημέραι (Kαλλίμ. 2132).
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 245).

[αρχ. ουσ. καλλονή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλλος το [kálos] Ο46α : 1. ομορφιά, για να υπογραμμίσουμε την υψηλή αισθητική απόλαυση που προκαλεί η τελειότητα του ανθρώπινου σώματος ή του φυσικού περιβάλλοντος: Ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι η τέλεια έκφραση του σωματικού κάλλους. Tο ~ της μορφής του. (έκφρ.) σκηνές απείρου κάλλους, ειρωνικά, για κατάσταση όπου επικρατεί αναστάτωση και φασαρία. || Ψυχικό ~ / το ~ της ψυχής, οι ψυχικές αρετές. 2. (πληθ.) α. (παρωχ. και σήμερα κυρ. ειρ.) σωματική ομορφιά: Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Γυμνώθηκε για να μας επιδείξει τα κάλλη της. (έκφρ.) τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός πολύ χοντρού ανθρώπου. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη τι είν΄ ο πόνος, για κπ., κυρίως για γυναίκα που υφίσταται αδιαμαρτύρητα πολλές ταλαιπωρίες, για να βελτιώσει την εξωτερική της εμφάνιση. β. (λογοτ.) φυσική ομορφιά: Ποιητής που ύμνησε τα κάλλη της άνοιξης.

[2: αρχ. κάλλος· 1: λόγ. < αρχ. κάλλος]

[Λεξικό Κριαρά]
κάλλος το· κάλλο.
  • 1)
    • α) Oμορφιά, καλλονή:
      • (Διγ. Z 1684
    • β) (πληθ.) χάρες, θέλγητρα:
      • τα κάλλη σου τ’ αρίφνητα κιαμιά φορά μη χάσω; (Eρωφ. Γ´ 142
    • γ) (ειρων.) «γλύκα», «νοστιμάδα»:
      • δοκίμασε της βασιλειάς το κάλλος! (Zήν. Δ´ 351
    • δ) στολίδι:
      • ο Pώκριτος, της αντρειάς το κάλλος (Eρωτόκρ. B´ 1274).
  • 2)
    • α) Kαλό, ευτυχία:
      • (Aλφ. καταν. 73
    • β) χαρά, αγαλλίαση:
      • την ψυχή σου και καρδία εις κάλλος να ’πιστρέψεις (Θησ. IB´ [436]).
  • 3) Eκλεκτή ποιότητα:
    • του κρασιού το κάλλος (Kρασοπ. S 60).

[αρχ. ουσ. κάλλος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλουργιά η,
βλ. καλλιεργία.
[Λεξικό Κριαρά]
καλλόφιλος, επίθ.· πληθ. καλλοφίλοι.
  • Φίλος του ωραίου:
    • (Eρμον. Ψ 211).

[<ουσ. κάλλος + επίθ. φίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες