Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταμό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιταμός -ή -ό [itamós] Ε1 : που δείχνει μια προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση: Iταμό βλέμμα / ύφος. ιταμά & (λόγ.) ιταμώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἰταμός· λόγ. < αρχ. ἰταμῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιταμότητα η [itamótita] Ο28 : ο χαρακτήρας, ο τρόπος του ιταμού· προκλητική αναίδεια.

[λόγ. < ελνστ. ἰταμότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `πρωτοβουλία, σφρίγος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες