Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποφορβείο το [ipoforvío] Ο39 : το μέρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή αλόγων· ιπποτροφείο.
[λόγ. ιπποφορβ(ή) -είον < ιππο-I + αρχ. φορβή `τροφή αλόγων΄ (πρβ. αρχ. ἱπποφόρβιον)]