Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιατρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιατρικός -ή -ό [iatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική ή στο γιατρό: Iατρική σχολή. Iατρικό επάγγελμα. Iατρική επιστήμη. Iατρικές συνταγές / εξετάσεις. Iατρικό λάθος / ιατρικό συμβούλιο / συνέδριο / εργαστήριο. Ο ~ κόσμος, το σύνολο των γιατρών. || (ως ουσ.) η ιατρική*. ιατρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἰατρικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go