Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρασύς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θρασύς, επίθ.· θαρσύς· γεν. θαρσέου.
  • 1)
    • α) Θαρραλέος, ορμητικός:
      • λέων θρασύς (Διγ. Z 173
    • β) που απαιτεί θάρρος, γενναιότητα:
      • θαρσέου πολέμου (Χρον. Μορ. H 1414).
  • 2) Δυνατός:
    • (Ιμπ. 347
    • (μεταφ.):
      • μέγα, θρασύ … κάστρον (Ριμ. Βελ. ρ 317).
  • 3) Αυθάδης, αναιδής, θρασύς:
    • (Σπαν. A 158).
  • Το ουδ. ως ουσ. = θάρρος, γενναιότητα, τόλμη:
    • το προς τας παραταγάς των πολέμων το τολμηρόν και θρασύ (Δούκ. 21723).

[αρχ. επίθ. θρασύς. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασύς -εία -ύ [θrasís] Ε7α : που χαρακτηρίζεται από θράσος: ~ άνθρωπος. Θρασεία πράξη. Θρασύτατοι διαρρήκτες έδρασαν πάλι στο κέντρο της Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. θρασύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go