Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θηκιάζω.
-
- Αποθηκεύω, συγκεντρώνω:
- μη θηκιάζετε θησαυρούς (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. στ´ 19).
[<ουσ. θήκη + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
- Αποθηκεύω, συγκεντρώνω: