Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεατρίζω.
-
- Επιδεικνύω· γελοιοποιώ:
- ηβούλετο … δείξαι τους Πέρσας ποδαπού θηρίου εγκρατής εγένετο και θεατρίσαι και πομπεύσαι (Δούκ. 10932).
[μτγν. θεατρίζω]
- Επιδεικνύω· γελοιοποιώ:



