Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαμπώνω [θambóno] -ομαι Ρ1 : 1. γίνομαι θαμπός, χάνω την καθαρότητά μου: Θάμπωσε ο καθρέφτης / το τζάμι / το γυαλί. || κάνω κτ. θαμπό, μειώνω την καθαρότητά του: Mε το χνότο μου θάμπωσα τον καθρέφτη. 2. μειώνω την όραση κάποιου: Tον θάμπωσε ο ήλιος. Tο δυνατό φως / το χιόνι τού θάμπωσε τα μάτια. || μειώνεται η όρασή μου: Γέρασα και τα μάτια μου άρχισαν να θαμπώνουν. 3. (μτφ.) α. προκαλώ έντονη έκπληξη, θαυμασμό: Tη θάμπωσε η ομορφιά του. Θαμπώθηκε από την πολυτέλεια του παλατιού. Tο κοινό παρακολουθούσε θαμπωμένο το θέαμα. β. προκαλώ σύγχυση, διαταραχή της αντίληψης, της κρίσης, του συναισθήματος: Tον θάμπωσε με τα λεφτά της και παράτησε την οικογένειά του. Θαμπωμένος από τη λάμψη της επιτυχίας, έγινε άλλος άνθρωπος.
[μσν. θαμπώνω < ελνστ. θαμβ(ῶ, -οῖς) -ώνω < αρχ. θαμβ(ῶ, -εῖς) `μένω έκπληκτος΄ (προφ. [mb] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαμπώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- α) Θαμπώνω κ., θολώνω, σκοτεινιάζω:
- το πρόσωπό τση … εθάμπωνε τον ίδιον ήλιο (Πανώρ. Α´ 314)·
- β) τυφλώνω:
- η λάμψη του ηλιού … θαμπώνει (Φαλιέρ., Ιστ. 257).
- α) Θαμπώνω κ., θολώνω, σκοτεινιάζω:
- Β´ (Αμτβ.) θολώνω, σκοτεινιάζω:
- το φως του πλιο δεν ήβλεπε, τα μάτια του θαμπώσα (Ερωτόκρ. Ε´ 435).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) θαμπώνω, θολώνω:
- θαμπώνουνται τα μάτια μου κι η όψη απονεκρώνει (Ερωτόκρ. Α´ 291).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = θαμπός, σκοτεινός:
- η φωτιά στέκεται θαμπωμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [446]).
[<μτγν. θαμβόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.