Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλασσοπνίγομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσοπνίγομαι [θalasopníγome] Ρ3β : 1. αντιμετωπίζω μεγάλη τρικυμία και κινδυνεύω να πνιγώ· θαλασσοδέρνω2: Θαλασσοπνιγήκαμε μ΄ αυτό το παλιοκάραβο, ώσπου να φτάσουμε στο λιμάνι. 2. (μτφ.) εργάζομαι σκληρά, ιδίως σε ναυτικό επάγγελμα: Θαλασσοπνίγεται κάθε μέρα για ένα κομμάτι ψωμί.

[θαλασσο- + πνίγομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες