Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλάσσι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
θαλάσσι το.
  • Θάλασσα:
    • το θαλάσσι … κτυπά κιαμιά φορά κάτω στο περιγιάλι (Ερωφ. Α´ 320).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσίδιον το.
  • (Εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
    • Το δε θαλασσίδιον το αποκάτω της Αγίας Τραπέζης (Hagia Sophia ω 5294).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ίδιον. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλάσσιμος ο.
  • Ναύτης:
    • τους θαλασσίμους, ήγουν τους ναύτας (Ασσίζ. 466).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ιμος]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσινά, επίρρ.
  • 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
    • (εδώ) δυτικά:
      • θαλασσινά και ανατολικά (Πεντ. Γέν. XXVIII 14).
  • 2) Κοντά στη θάλασσα:
    • Φλάμπουρα φουσσάτο του Εφραίμ εις τις στρατιές τους θαλασσινά (αυτ. Αρ. II 18).

[<επίθ. θαλασσινός]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσινός, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη θάλασσα:
    • εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό (Πεντ. Έξ. X 19).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • στον κάμπον του Θαλασσινού (Χρον. Μορ. H 3636).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσινός -ή -ό [θalasinós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που γίνεται σ΄ αυτήν, που προέρχεται από αυτήν: Θαλασσινές ιστορίες. Θαλασσινά μπάνια / ταξίδια. Θαλασσινά ψάρια. Θαλασσινό νερό, το αλμυρό νερό της θάλασσας· θαλασσόνερο: Πισίνα που τη γεμίζουν με θαλασσινό νερό. ~ αέρας. ANT στεριανός. 2. (ως ουσ.) α. ο θαλασσινός: α1. αυτός που κατοικεί σε παραθαλάσσια περιοχή ή σε νησί, ή που κατάγεται από κει. ANT στεριανός. α2. αυτός που η εργασία του σχετίζεται άμεσα με τη θάλασσα· (πρβ. ναυτικός): H ζωή των θαλασσινών είναι σκληρή. β. τα θαλασσινά, τα διάφορα οστρακόδερμα και γενικότερα τα βρώσιμα ζώα της θάλασσας εκτός από τα ψάρια: Για μεζέ φάγαμε μύδια, στρείδια, χταποδάκι και άλλα θαλασσινά.

[θάλασσ(α) -ινός]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλάσσιος, επίθ.
  • 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 166).
  • 2) Θαλασσής:
    • σεντούκι κεντητό θαλάσσιον (Σπανός A 453).

[αρχ. επίθ. θαλάσσιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλάσσιος -α -ο [θalásios] Ε6 : που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που προέρχεται απ΄ αυτήν: Θαλάσσιο φυτό / ζώο. Θαλάσσια λουτρά / ρεύματα. Θαλάσσιο σκι. Θαλάσσιες μεταφορές / συγκοινωνίες. Θαλάσσια αύρα. || ~ ελέφαντας, είδος φώκιας, μεγάλο σε μέγεθος, που έχει ρύγχος σαν προβοσκίδα. ~ λέων, θηλαστικό που ζει στη θάλασσα, μοιάζει με φώκια και έχει πτερύγια στα αυτιά.

[λόγ. < αρχ. θαλάσσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
Θαλασσίτης ο.
  • Αυτός που κατοικεί στα νησιά και τα παράλια (πιθ. της Άσπρης Θάλασσας = Αιγαίου):
    • Αράπηδες …, Φράγκοι και Θαλασσίτες (Συναδ. φ. 83r).
  • Η λ. ως επών. του αγίου Νικολάου:
    • (Byz. Kleinchron. Β´ 61556).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ίτης. Πβ. μτγν. ουσ. θαλασσίτης (L‑S, Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες