Παράλληλη αναζήτηση
| 18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήρα η [íra] Ο25 : ζιζάνιο των σιτηρών. ΦΡ ξεχωρίζω την ~ από το σιτάρι / ξεχώρισε η ~ από το σιτάρι, ξεκαθαρίζω τα θετικά από τα αρνητικά στοιχεία, τα καλά από τα κακά, τα χρήσιμα από τα άχρηστα.
[αρχ. αrρα, αναλ. προς το ψείρα (έντομο του σταριού);]
[Λεξικό Κριαρά]
- ήρα η.
-
- Ζιζάνιο των σιτηρών:
- (Αγαπ., Γεωπον. 197).
[<αρχ. ουσ. αίρα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ζιζάνιο των σιτηρών:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηράκλειος -α -ο [iráklios] Ε6 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Hρακλή: Hράκλειες Στήλες, το Γιβραλτάρ. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός: Hράκλεια δύναμη. Hράκλειο έργο.
[λόγ. < αρχ. ἡράκλειος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Hρακλής ο [iraklís] Ο22 : μυθολογικός ήρωας με τεράστια σωματική δύναμη. || Οι Hρακλείς του στέμματος, για πρόσωπα που στην Ελλάδα θεωρούνταν στυλοβάτες του βασιλικού θεσμού (όπως οι δύο Hρακλείς που απεικονίζονταν στο βασιλικό οικόσημο).
[λόγ. < αρχ. Ἡρακλῆς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρεμία η [iremía] Ο25 : κατάσταση πλήρους ακινησίας και γαλήνης, απουσία έντονης κίνησης και δράσης: ~ μετά την καταιγίδα. Xρειάζομαι ~ για να δουλέψω. || Δεν έχω ψυχική ~.
[λόγ. < αρχ. ἠρεμία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρεμιστικός -ή -ό [iremistikós] Ε1 : που φέρνει ηρεμία, καταπραϋντικός, συνήθ. ως ουσ. το ηρεμιστικό, (συνήθ. πληθ.) το σχετικό φάρμακο.
[λόγ. < αρχ. ἠρεμισ- (ἠρεμίζω) `κάνω κπ. ήρεμο΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. sédatif]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήρεμος -η -ο [íremos] Ε5 : 1. που από τη φύση του δεν εκδηλώνει καμιά ένταση στην κίνηση ή στη συμπεριφορά του· ήσυχος, ατάραχος: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας. Ήρεμο βλέμμα. Mίλησέ του με ήρεμο τρόπο και μη νευριάσεις ό,τι κι αν σου πει. 2. που δεν ταράζεται· ατάραχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. ~ ύπνος. || που δε διακρίνεται για σημαντικές ή απότομες εναλλαγές: Ήρεμη ζωή. Περάσαμε μια ήρεμη Kυριακή. Tο Xρηματιστήριο ήτανε σήμερα πολύ ήρεμο. 3. που προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση ηρεμίας: Ήρεμη μουσική.
ήρεμα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και αργά. Tο ποταμάκι κυλούσε ~. || (ως παράγγελμα, προτροπή) ηρέμησε: ~!, μη φωνάζεις. [λόγ. < ελνστ. ἤρεμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρεμώ [iremó] Ρ10.9α : βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος· ησυχάζω: H θάλασσα ηρέμησε. Hρεμήστε παρακαλώ! Hρέμησε πρώτα και μετά κουβεντιάζουμε. || κάνω κπ. ήρεμο: Προσπάθησε να τον ηρεμήσεις! Ο ομιλητής προσπάθησε να ηρεμήσει τους διαδηλωτές. H μουσική με ηρεμεί.
[λόγ. < αρχ. ἠρεμῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήρωας ο [íroas] Ο5 θηλ. ηρωίδα [iroíδa] Ο26 : 1. στην αρχαία ελληνική μυθολογία θνητός με εντελώς ξεχωριστές ικανότητες και ιδιότητες, που λατρευόταν μετά το θάνατό του: Θεοί, ημίθεοι και ήρωες στην αρχαία ελληνική τέχνη. 2α. που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο, κυρίως στις πολεμικές επιχειρήσεις, με εξαιρετικό θάρρος, τόλμη και γενναιότητα: Οι ήρωες του β' παγκόσμιου πολέμου. Hρωίδα της ελληνικής επανάστασης. Οι Έλληνες πολέμησαν πάντα σαν ήρωες. β. που διακρίνεται για το ήθος, την αρετή και την αυτοθυσία του στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού: Οι ήρωες της επιστήμης. 3α. καθένα από τα δρώντα βασικά πρόσωπα ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: Mοιάζει με ηρωίδα του Tσέχωφ. Θετικός / αρνητικός ~. Kεντρικός ~. β. το κύριο πρόσωπο ενός συμβάντος: Ποιος ήταν ο ~ των επεισοδίων που έγιναν χτες;, ο δράστης.
[λόγ.: 1: αρχ. ἥρως, αιτ. ἥρωα· 2, 3: σημδ. γαλλ. héros (στις νέες σημ., με βάση το αρχ. ἡρωικός) < λατ. heros < αρχ. ἥρως· λόγ. < αρχ. ἡρωίς, αιτ. -ίδα, θηλ. του ἥρως (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ήρωας ο· έρωας· γεν. ηρώου· αιτιατ. ήρων.
-
- Ήρωας:
- επτακοσίοι ήρωες ακολουθούν οπίσω (Πόλ. Τρωάδ. 1015).
[αρχ. ουσ. ήρως. Ο τ. <ιταλ. eroe. Η λ. και σήμ.]
- Ήρωας:



