Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ημιυπόγειος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιυπόγειος -α -ο [imiipójios] Ε6 : που ένα μόνο τμήμα του είναι υπόγειο: ~ χώρος. Hμιυπόγειο διαμέρισμα. || (ως ουσ.) το ημιυπόγειο.

[λόγ. ημι- + υπόγειος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go