Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιόσπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλιόσπορος ο [ilósporos] Ο20 & ηλιόσπορο το [ilósporo] Ο41 : ο σπόρος του ηλίανθου: Aγοράσαμε ένα σακουλάκι με ηλιόσπορο για να τρώμε στη βόλτα.

[ήλι(ος) 2 -ο- + σπόρος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go