Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτροδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλεκτροδοτώ [ilektroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ την κατάλληλη υποδομή και παρέχω ηλεκτρικό ρεύμα, συνήθ. σε μεγάλη έκταση: Hλεκτροδοτήθηκε η ελληνική ύπαιθρος.

[λόγ. ηλεκτρο- + -δοτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες