Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζούλα η [zúla] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) στην ΕΠIΡΡ ΦΡ στη ~, στα κρυφά και σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης της προσοχής των άλλων: Έφυγε στη ~.
[ζουλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουλάπι το [zulápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. άγριο ζώο: Tαραγμένα απ΄ τις τουφεκιές τα ζουλάπια κρύβονταν στις φωλιές τους. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση: Bρε ζουλάπια, εμένα πάτε να κοροϊδέψετε;
[βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουλάπιν το· ζουλάπι.
-
- Φαρμακευτικό παρασκεύασμα ρευστό, φτιαγμένο από νερό και αποστάγματα λουλουδιών, ζάχαρη ή μέλι, που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό και ηρεμιστικό ή για να διαλύονται σ’ αυτό άλλα φάρμακα:
- (Ιατροσ. κώδ. σις´).
[<αραβ. ğulāb <περσ. gulāb. Η λ. τον 7.-9. αι. (LBG, ‑ιον), στο Meursius (λ. ‑ιον) και το Du Cange (και τ. ζουλάβιν)]
- Φαρμακευτικό παρασκεύασμα ρευστό, φτιαγμένο από νερό και αποστάγματα λουλουδιών, ζάχαρη ή μέλι, που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό και ηρεμιστικό ή για να διαλύονται σ’ αυτό άλλα φάρμακα:



