Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζόρκος, επίθ.
-
- Γυμνός:
- όχι να γδύνου τους πτωχούς και ζόρκους να τσ’ αφήσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40917).
[άγν. ετυμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Β´ 22, Λάζαρης, Χυτήρης)· πβ. και τ. ζάρκος (Μπόγκας Α´ 127, Λιάπης, κ.α.)]
- Γυμνός: