Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έωλος -η -ο [éolos] Ε5 : (λόγ.) κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα.
[λόγ. < αρχ. ἕωλος (αρχική σημ.: `μπαγιάτικος΄)]



