Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευσύνοπτος, επίθ.
-
- Σύντομος, γρήγορος:
- οι Τούρκοι … βουλήν ευσύνοπτον βουλεύονται (Δούκ. 3714).
[αρχ. επίθ. ευσύνοπτος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Σύντομος, γρήγορος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσύνοπτος -η -ο [efsínoptos] Ε5 : για γραπτό ή για προφορικό λόγο: α. που συνοψίζεται εύκολα, του οποίου την κεντρική ιδέα και τα ουσιώδη σημεία μπορεί κανείς να τα συλλάβει και να τα συγκρατήσει εύκολα: Ευσύνοπτη έκθεση / παρουσίαση των γεγονότων / των προβλημάτων. β. που είναι συνοπτικός, περιληπτικός.
ευσύνοπτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐσύνοπτος]



