Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευαγγελικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγελικός, επίθ.
  • (Προκ. για όρκο) που δίνεται με το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο:
    • (Ιστ. Βλαχ. 886).

[μτγν. επίθ. ευαγγελικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαγγελικός -ή -ό [evangelikós] Ε1 θηλ. και ευαγγελικιά στη σημ. 2 : που έχει σχέση με τα ευαγγέλια. 1α. που υπάρχει στα ευαγγέλια: Ευαγγελική ρήση / περικοπή. β. που προέρχεται από τα ευαγγέλια ή συμφωνεί με αυτά: Ο ~ λόγος. Tο ευαγγελικό πνεύμα. || (ως ουσ.) τα Ευαγγελικά, οι ταραχές που έγιναν κατά το 1901 στην Aθήνα εξαιτίας της μετάφρασης των ευαγγελίων στα νέα ελληνικά. 2. προτεσταντικός: Ευαγγελικές εκκλησίες. || (ως ουσ.) ο ευαγγελικός, θηλ. ευαγγελικιά, συνήθης ονομασία των Ελλήνων διαμαρτυρομένων· ευαγγελιστής2.

[λόγ.: 1: ελνστ. εὐαγγελικός· 2: σημδ. αγγλ. Εvangelical ή γαλλ. évangélique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες