Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετυμολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετυμολογικός -ή -ό [etimolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ετυμολογία ή στην ετυμολόγηση: Ετυμολογικές έρευνες / μελέτες. Ετυμολογική ιστορία μιας λέξης. || (γραμμ.) Ετυμολογικό σχήμα, που γίνεται με επανάληψη μιας λέξης ή με χρήση λέξεων, οι οποίες συγγενεύουν ετυμολογικά. || (ως ουσ.) το ετυμολογικό, το τμήμα της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή και τη σύνθεση. α. που περιέχει ετυμολογίες: Tο ετυμολογικό μέρος ενός λεξικού. Ετυμολογικό λεξικό, που περιέχει μόνο τις ετυμολογίες των λέξεων. β. που γίνεται με βάση την ετυμολογία: ~ ορισμός μιας λέξης. ετυμολογικά ΕΠIΡΡ: Λέξεις που συγγενεύουν ~, δεν έχουν όμως την ίδια σημασία.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες