Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσχατιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσχατιά η [esxatiá & esxatxá] Ο24 : (λόγ.) το τελευταίο, το πιο απομακρυσμένο τμήμα μιας σχετικά μεγάλης έκτασης.

[λόγ. < αρχ. ἐσχατιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες