Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσαεί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσαεί [esaí] επίρρ. : (λόγ.) για πάντα, παντοτινά: Θα τον ευγνωμονώ ~. ΦΡ κτήμα ~, μόνιμο απόκτημα.

[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. ἐς αἰεί & εἰς ἀεί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες