Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργατολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργατολόγος ο [erγatolóγos] Ο18 θηλ. εργατολόγος [erγatolóγos] Ο35 : νομικός ειδικευμένος στο εργατικό δίκαιο.

[λόγ. εργάτ(ης) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go