Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερήμην [erímin] επίρρ. : (λόγ., σε σύνταξη με γεν. ή απόλ.) α. (νομ.) χωρίς την παρουσία ενός από τους διαδίκους (συνήθ. του κατηγορουμένου) στο δικαστήριο: Ο κατηγορούμενος δικάστηκε ~. Δίκη ~ των διαδίκων, ερημοδικία. β. χωρίς την παρουσία ή τη συμμετοχή κάποιου: Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε ~ της αντιπολιτεύσεως. Παίρνονται αποφάσεις που αφορούν το λαό ~ του λαού.
[λόγ. < αιτ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἔρημος από την αρχ. φρ. ἐρήμην (ενν. δίκην) καταγιγνώσκειν `καταδικάζω κπ. που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο΄]