Παράλληλη αναζήτηση
| 1.279 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επανακάμπτω.
-
- Ξαναγυρίζω στα παλιά:
- Ποτέ μη ελπίζεις προκοπήν, ποτέ ουκ επανακάμψεις (Γλυκά, Στ. 217).
[αρχ. επανακάμπτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ξαναγυρίζω στα παλιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανάκαμψη η [epanákampsi] Ο33 : (λόγ.) επάνοδος, επιστροφή.
[λόγ. < ελνστ. ἐπανάκαμψις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Κριαρά]
- επανάκαμψις η.
-
- Επιστροφή:
- προς την επανάκαμψιν και τον οπίσω δρόμον (Καλλίμ. 2528).
[μτγν. ουσ. επανάκαμψις. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑η)]
- Επιστροφή:
[Λεξικό Κριαρά]
- επανάκλησις η.
-
- Επαναφορά στις αισθήσεις:
- επανάκλησις από λιγοθυμίας (Καλλίμ. 1863).
[αρχ. επανάκλησις]
- Επαναφορά στις αισθήσεις:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανακρίνω [epanakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέκρινα, απαρέμφ. επανακρίνει, παθ. αόρ. επανακρίθηκα, απαρέμφ. επανακριθεί : κρίνω κπ. ή κτ. για δεύτερη φορά: Επανακρίθηκε η αίτησή του και εγκρίθηκε.
[λόγ. επανα- κρίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανάκτηση η [epanáktisi] Ο33 : η ενέργεια του επανακτώ· ανάκτηση: ~ των χαμένων εδαφών.
[λόγ. επανακτη- (επανακτώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανακτώ [epanaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 αόρ. επανέκτησα, απαρέμφ. επανακτήσει : (λόγ.) αποκτώ πάλι· ανακτώ: Ο στρατός επανέκτησε τα χαμένα εδάφη. Οι στρατιώτες επανέκτησαν το ηθικό τους.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐπανακτῶμαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανακυκλοφορία η [epanakikloforía] Ο25 : εκ νέου κυκλοφορία.
[λόγ. επανα- κυκλοφορία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανακυκλοφορώ [epanakikloforó] Ρ10.9α : κυκλοφορώ εκ νέου: Ύστερα από δίμηνη διακοπή, η εφημερίδα μας θα επανακυκλοφορήσει πριν από τις γιορτές.
[λόγ. επανα- κυκλοφορώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναλαμβάνω [epanalamváno] -ομαι Ρ αόρ. επανέλαβα, απαρέμφ. επαναλάβει, παθ. αόρ. επαναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανελήφθη, επανελήφθησαν, απαρέμφ. επαναληφθεί, μππ. επανειλημμένος* : λέω ή κάνω κτ. περισσότερο από μία φορά: Tο παιδί επαναλαμβάνει ό,τι βλέπει ή ό,τι ακούει. Επαναλαμβάνεις διαρκώς τα ίδια. H παράσταση θα επαναληφθεί την επόμενη Kυριακή. H ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά ως φάρσα. Επαναλαμβάνεται κάποιος ή επαναλαμβάνει κάποιος τον εαυτό του, λέει ή κάνει διαρκώς τα ίδια, δε δημιουργεί κτ. καινούριο. α. (για λόγο) ξαναλέω κτ.: Εγώ θα λέω κι εσύ θα επαναλαμβάνεις τα λόγια μου. ~ κτ. λέξη προς λέξη. Tο έξαλλο πλήθος επαναλαμβάνει τα συνθήματα του ρήτορα. Για τελευταία φορά ~ ότι αυτό απαγορεύεται. β. (για πράξη) ξανακάνω κτ.: ~ τα ίδια λάθη / σφάλματα. ~ μια προσπάθεια. Ο γυμναστής εκτελεί και οι αθλούμενοι επαναλαμβάνουν τις ασκήσεις. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση. H θεραπεία να επαναληφθεί ύστερα από ένα μήνα. γ. (για μάθημα) κάνω επανάληψη.
[λόγ. < αρχ. ἐπαναλαμβάνω]



