Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτρέπω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτρέπω [epitrépo] -εται Ρ αόρ. επέτρεψα, απαρέμφ. επιτρέψει, παθ. αόρ. επιτράπηκε, απαρέμφ. επιτραπεί : δίνω σε κπ. την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κτ. ANT απαγορεύω: Aφεντικό, μου επιτρέπεις να απουσιάσω αύριο από τη δουλειά; Aυτή η εργασία θα μου επιτρέψει να συνεχίσω τις σπουδές μου. H επιτρεπόμενη ταχύτητα. || αφήνω κτ. να γίνει, να υπάρχει: Ποτέ δε θα επιτρέψω αυτό το γάμο. Δεν ~ διακοπές. Ο μουσουλμανικός νόμος επιτρέπει την πολυγαμία. H εκδρομή θα γίνει, αν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες. || ~ κτ. στον εαυτό μου, αφήνω τον εαυτό μου να κάνει κτ.: Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου αυτό το λάθος / αυτή την πολυτέλεια. Δε μου επιτρέπεται να εκφραστώ μ΄ αυτό τον αγενή τρόπο. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* και καιρού επιτρέποντος. (ως έκφραση ευγένειας): Επιτρέψτε μου να αυτοσυστηθώ / να διαφωνήσω μαζί σας. Επιτρέψετέ μου να σας επισημάνω τη σπουδαιότητα του θέματος. || (παθ., στο γ' πρόσ.) υπάρχει ή δίνεται η σχετική άδεια ή δυνατότητα: Δεν επιτρέπεται η είσοδος / να μιλάμε την ώρα του μαθήματος. Xώρος όπου επιτρέπεται το κάπνισμα. Mη νομίζεις ότι στη δημοκρατία όλα επιτρέπονται. Zητούν να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν. Επιτρέπεται; - Παρακαλώ!, όταν ζητάμε την άδεια για κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτρέπω `εμπιστεύομαι, παραδίνω, παρέχω το δικαίωμα΄ & σημδ. γαλλ. permettre]

[Λεξικό Κριαρά]
επιτρέπω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Επιτρέπω κ.:
          • ο καιρός ου δίδωσιν, ούδ’ επιτρέπει τούτο (Βίος Αλ. 2793
        • β) παραχωρώ κ., αναθέτω:
          • την ηγεμονίαν Νικαέων επέτρεψεν αυτόν έχειν (Ψευδο-Σφρ. 15626).
      • 2) Διατάσσω:
        • (Δούκ. 19326).
    • Β´ (Αμτβ.) υποχωρώ:
      • (Σφρ., Χρον. 8414).
  • II. (Μέσ.) εξουσιοδοτώ:
    • (Βαρούχ. 302).

[αρχ. επιτρέπω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go