Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτούτου
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτούτου [epitútu] & επιτούτο [epitúto] επίρρ. τροπ. : σκόπιμα: Tον έβαλαν στην καλύτερη πολυθρόνα που την είχαν ~ φυλαγμένη γι΄ αυτόν. || επίτηδες: Λέω / κάνω κτ. ~.

[λόγ. φρ. επί τούτο, επί τούτου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες