Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιβλητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβλητικός -ή -ό [epivlitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιβάλλεται, να προκαλεί έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ. στους ανθρώπους: Επιβλητική τελετή / θεατρική παράσταση. Επιβλητικό θέαμα. Άνθρωπος με επιβλητική εμφάνιση. ~ άνθρωπος, που επιβάλλεται με την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τις ικανότητές του. Επιβλητική φυσιογνωμία. Επιβλητικό ύφος. || (για όγκο, διαστάσεις κτλ.): Επιβλητικό κτίριο / μνημείο. Επιβλητική παρέλαση / διαδήλωση. Επιβλητική πλειοψηφία, πάρα πολύ μεγάλη. επιβλητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβλητικός `που συλλαμβάνει νοητικά΄ σημδ. γαλλ. imposant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go