Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβεβλημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβεβλημένος -η -ο [epivevliménos] Ε3 : που επιβάλλεται, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Επιβεβλημένη πράξη / ενέργεια. Επιβεβλημένο καθήκον. Είναι επιβεβλημένο να…, επιβάλλεται να…: Kρίνω / θεωρώ επιβεβλημένο να σας ανακοινώσω την παραίτησή μου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβλημένος μππ. του ἐπιβάλλομαι `πέφτω επάνω, βάζω επάνω μου΄ (σύγκρ. επιβάλλω) σημδ. γαλλ. imposé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες