Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβεβλημένος -η -ο [epivevliménos] Ε3 : που επιβάλλεται, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Επιβεβλημένη πράξη / ενέργεια. Επιβεβλημένο καθήκον. Είναι επιβεβλημένο να
, επιβάλλεται να
: Kρίνω / θεωρώ επιβεβλημένο να σας ανακοινώσω την παραίτησή μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβλημένος μππ. του ἐπιβάλλομαι `πέφτω επάνω, βάζω επάνω μου΄ (σύγκρ. επιβάλλω) σημδ. γαλλ. imposé]



