Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανεξοπλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεξοπλισμός ο [epaneksoplizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεξοπλίζω, εκ νέου εξοπλισμός: Aπαγορεύτηκε ο ~ της ηττημένης Γερμανίας.

[λόγ. επαν(α)- εξοπλισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες