Παράλληλη αναζήτηση
| 821 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτροπεύω.
-
- Προστατεύω (ως επίτροπος):
- ουδέν επιτρόπευσεν την προίκα της θυγατρός μου (Ελλην. νόμ. 57519· 52428).
[αρχ. επιτροπεύω. Η λ. και σήμ.]
- Προστατεύω (ως επίτροπος):
- επιτροπή η [epitropí] Ο29 : ομάδα προσώπων, η οποία συγκροτείται είτε από δημόσια εξουσία είτε από μεγαλύτερο σύνολο προσώπων με σκοπό τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: Συγκρότηση / συνεδρίαση / διάλυση μιας επιτροπής. Mέλος / πρόεδρος της επιτροπής. Kοινοβουλευτική ~, που αποτελείται από βουλευτές. Kοινοβουλευτική ~ παιδείας / εξωτερικών / δικαιοσύνης. Εξεταστική των πραγμάτων (κοινοβουλευτική) ~. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια ~. Διεθνής ~. Mία ~ απεργών / διαδηλωτών. Aπεργιακή ~. ~ εποπτείας ενός λεξικού. Εφορευτική / διοικητική ~. ~ για την ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων. || (ως ονομασία διοικητικών οργάνων): H κεντρική ~ ενός κόμματος. Εκκλησιαστική ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπή `δυνατότητα απόφασης, κηδεμονία΄ σημδ. γαλλ. commission]
- επίτροπη η.
-
- Επίτροπος (θηλ.):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 197).
[<ουσ. επίτροπος + κατάλ. ‑η]
- Επίτροπος (θηλ.):
- επιτροπή η· υπιτροπή.
-
- 1) Εντολή, διαταγή:
- (Ιστ. πατρ. 1446)·
- να μην σεβαίνουσιν εις γυναικείον μοναστήριον … χωρίς επιτροπής του αρχιερέως (Βακτ. αρχιερ. 167).
- 2) (Νομ.) επιτροπεία, προστασία ανηλίκων:
- (Ελλην. νόμ. 5743).
- 3) Υποχώρηση, οπισθοχώρηση:
- Οι Τούρκοι εδειλιάσασιν και επιτροπήν εποίκαν (Αργυρ., Βάρν. Κ 180· Αχιλλ. O 272).
[αρχ. ουσ. επιτροπή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εντολή, διαταγή:
- επιτροπικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με τον επίτροπο:
- (Ψευδο-Σφρ. 3703)·
- εξεβλήθη της επιτροπικής εξουσίας (Δούκ. 3436).
- Το θηλ. ως ουσ. =
- 1) Δικαιοδοσία του επιτρόπου:
- (Ψευδο-Σφρ. 2728).
- 2) Η ιδιότητα του επιτρόπου (ιερού ναού):
- (Συναδ. φ. 134v).
- 1) Δικαιοδοσία του επιτρόπου:
[αρχ. επίθ. επιτροπικός. Το θηλ. και σήμ. ποντ.]
- Που σχετίζεται με τον επίτροπο:
- επιτροπικός -ή -ό [epitropikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον επίτροπο. 2. (ως ουσ.) το επιτροπικό: α. η δικαιοδοσία, η εξουσία του επιτρόπου. β. το έγγραφο με το οποίο κάποιος διορίζεται επίτροπος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπικός (στη σημ. 1)]
- επιτροπικώς, επίρρ.
-
- Με εντολή, με πληρεξουσιότητα:
- είδησιν εδόθη μου εμένα επιτροπικώς ως αδελφός και μέτοχος του μοναστηρίου (Ιερόθ. Αββ. 337).
[<επίθ. επιτροπικός. Η λ. το 14. αι. (LBG) και στο Somav.]
- Με εντολή, με πληρεξουσιότητα:
- επιτρόπισσα η.
-
- Επίτροπος (θηλ.)· προστάτισσα:
- (Θρ. Κων/π. B 64).
[<ουσ. επίτροπος + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και στο Somav.]
- Επίτροπος (θηλ.)· προστάτισσα:
- επίτροπος ο [epítropos] Ο19 θηλ. επίτροπος [epítropos] Ο36 : αυτός στον οποίο μια δημόσια εξουσία έχει αναθέσει επισήμως ορισμένα καθήκοντα διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: ~ ανηλίκου / πνευματικά αναπήρου / απόντος, αυτός που ορίζεται από δικαστήριο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Εκκλησιαστικός ~, που διαχειρίζεται τα οικονομικά ορισμένου ναού. Επισκοπικός ~, που εκπροσωπεί τον επίσκοπο σε ορισμένη περιοχή. Kυβερνητικός ~, που εκπροσωπεί την κυβέρνηση κυρίως σε ορισμένο ίδρυμα. Bασιλικός ~. Ο κυβερνητικός ~ του στρατοδικείου / της Iεράς Συνόδου. H Tράπεζα της Ελλάδος ορίζει επιτρόπους για τον έλεγχο των άλλων τραπεζών. Ο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γεωργία / το εμπόριο. Ο ~ της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λαϊκός ~ ή ~ του λαού, παλιά ονομασία του υπουργού στην ΕΣΣΔ. Συμβού λιο των Επιτρόπων του Λαού, παλιά ονομασία του υπουργικού συμβουλίου στην ΕΣΣΔ.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτροπος `που του έχει ανατεθεί επίβλεψη΄ & σημδ. γαλλ. commissaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επίτροπος ο· ’πίτροπος.
-
- 1) Εκπρόσωπος (γενικά), εντεταλμένος:
- οι επιτρόποι τ’ αφεντός (Χούμνου, Κοσμογ. 1879· Βελλερ., Επιστ. 7729‑30).
- 2) Αντιβασιλέας:
- (Δούκ. 27317).
- 3)
- α) (Νομ.) εκείνος που του έχουν ανατεθεί συγκεκριμένες ευθύνες σχετικά με ανήλικα άτομα:
- (Ελλην. νόμ. 52722)·
- β) εκτελεστής διαθήκης:
- (Σφρ., Χρον. 3211).
- α) (Νομ.) εκείνος που του έχουν ανατεθεί συγκεκριμένες ευθύνες σχετικά με ανήλικα άτομα:
- 4) (Εκκλ.) επίτροπος:
- (Βελλερ., Επιστ. 763).
- 5) Προστάτης:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 549).
[αρχ. ουσ. επίτροπος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εκπρόσωπος (γενικά), εντεταλμένος:



