Παράλληλη αναζήτηση
| 821 εγγραφές [571 - 580] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιστημολογικός -ή -ό [epistimolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επιστημολογία.
[λόγ. επιστημολογ(ία) -ικός]
- επιστήμονα, επίρρ.· ’πιστήμονα.
-
- Με τέχνη:
- ’πιστήμονα … εποίκαν (ενν. ιστορίες) (Θησ. ΙΒ´ [843]).
[<επίρρ. επιστημόνως]
- Με τέχνη:
- επιστήμονας ο [epistímonas] Ο5 θηλ. επιστήμονας [epistímonas] & (προφ.) επιστημόνισσα [epistimónisa] Ο27 : α.αυτός που έχει σπουδάσει σε ανώτατη σχολή το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και πήρε το σχετικό πτυχίο: Θέλει να σπουδάσει το παιδί του, να το κάνει επιστήμονα. Ορκομωσία νέων επιστημόνων. Ο εκπαιδευτικός δεν αρκεί να είναι ~, πρέπει να είναι και δάσκαλος. || (ως επίθ.): Σύλλογος Επιστημόνων Γυναικών. β. αυτός, συνήθ. επιστήμονας, που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και με την εργασία του (έρευνα, δημοσιεύσεις κτλ.) συμβάλλει στην ανάπτυξή της: Ειδικός ~. Είναι σπουδαίος / έξοχος ~. Διίστανται / συμπίπτουν οι απόψεις των επιστημόνων για ορισμένο θέμα. γ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για κπ. που γνωρίζει καλά ορισμένο αντικείμενο ή ασκεί σωστά ορισμένη δραστηριότητα: Είναι ~ στα αθλητικά / στη δουλειά του.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμων, αιτ. -ονα `κάτοχος τέλειας γνώσης΄ & σημδ. γερμ. Wissenschaftler(;)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· επιστήμον(ας) -ισσα]
- επιστημονικός, επίθ.
-
- Που ασχολείται με την επιστήμη:
- κάθε επιστημονικός άνθρωπος πάντοτε εις τες σπουδές αγρυπνά (Καλούδ., Προσκυν. β´).
[αρχ. επίθ. επιστημονικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ασχολείται με την επιστήμη:
- επιστημονικός -ή -ό [epistimonikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επιστήμη γενικά, σε ορισμένη επιστήμη ή στον επιστήμονα: Επιστημονική ακρίβεια / πρόοδος. Ένας ~ κλάδος. Επιστημονικό θέμα / ενδιαφέρον. || Επιστημονική φαντασία, διήγηση η οποία στηρίζεται σε φανταστικές προβλέψεις για τη μελλοντική πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας και περιγράφει καταστάσεις και γεγονότα που υποτίθεται ότι συμβαίνουν στα πλαίσια τέτοιων πολιτισμών: Mυθιστόρημα / φιλμ επιστημονικής φαντασίας. α. που έχει σχέση με τις εργασίες, οι οποίες γίνονται στα πλαίσια ορισμένης επιστήμης: Επιστημονική έρευνα / αποστολή. Σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη / εργασία. Επιστημονικό συνέδριο / σύγγραμμα. β. που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης επιστήμης: ~ όρος. Επιστημονική ορολογία. Kοινή και επιστημονική ονομασία ενός φυτού. γ. που έχει την ακρίβεια, την εγκυρότητα, την αντικειμενικότητα κτλ., την οποία απαιτεί η επιστήμη: Επιστημονική μελέτη ενός θέματος / ενημέρωση. Επιστημονικό ήθος. ~ σοσιαλισμός, ο μαρξισμός. δ. που περιλαμβάνει επιστήμονες ιδίως ορισμένης επιστήμης: Ένας ~ σύλλογος. Tο θέμα συζητιέται στους επιστημονικούς κύκλους. Επιστημονικό προσωπικό.
επιστημονικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Εξετάζει κάποιος ~ ένα θέμα. [λόγ. < αρχ. ἐπιστημονικός & σημδ. γαλλ. scientifique & αγγλ. science]
- επιστημονικότητα η [epistimonikótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα εκείνου που είναι επιστημονικός, το να είναι κτ. επιστημονικό: H ~ ενός συγγράμματος / της μελέτης ενός θέματος. Aμφισβήτηση της επιστημονικότητας. 2. (σπάν.) επιστημοσύνη.
[λόγ. επιστημονικ(ός) -ότης > -ότητα]
- επιστημονικοφανής -ής -ές [epistimonikofanís] Ε10 : που φαίνεται ότι είναι επιστημονικός ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι: ~ μέθοδος / συλλογισμός / συζήτηση. Επιστημονικοφανές ενδιαφέρον / συμπέρασμα.
[λόγ. επιστημονικ(ός) -ο- + -φανής]
- επιστημονισμός ο [epistimonizmós] Ο17 : φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία κύρος έχουν μόνο τα δεδομένα των εμπειρικών επιστημών.
[λόγ. επιστημον- (δες επιστήμονας) -ισμός μτφρδ. γαλλ. scientifisme]
- επιστημοσύνη η [epistimosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του επιστήμονα καθώς και το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων που αυτός έχει.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστημοσύνη `ικανότητα΄ κατά τη σημ. του επιστή μη]
- επιστήμων ο [epistímon] θηλ. επιστήμων [epistímon] Ο γεν. επιστήμονος : (λόγ.) ο επιστήμονας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμων (δες στο επιστήμονας)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



