Παράλληλη αναζήτηση
| 821 εγγραφές [501 - 510] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισείω.
-
- (Μέσ.) απομακρύνω, διώχνω:
- επεσείοντο αυτούς ως ασεβείς (Έκθ. xρον. 713).
[αρχ. επισείω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Μέσ.) απομακρύνω, διώχνω:
- επίσημα το [epísima] Ο49 : (λόγ.) επίσημο διακριτικό στοιχείο που αποτυπώνεται σε κτ., για να βεβαιώνει ή να επισημαίνει κτ. α. σφραγίδα σε χαρτόσημο που μεταβάλλει την αξία του. || Kινητό ~, χαρτόσημο. β. ~ βιβλίου, που επικολλάται στα βιβλία μιας βιβλιοθήκης και δηλώνει τον αριθμό εισαγωγής κτλ. ~ σε κόσμημα, διακριτικό σημάδι σε χρυσό ή ασημένιο κόσμημα που δηλώνει την περιεκτικότητά του σε χρυσό ή ασήμι. ~ λέβητα, σημάδι επάνω σε λέβητα που δηλώνει την πίεση στην οποία δοκιμάστηκε η αντοχή του.
[λόγ. < αρχ. ἐπίσημα `έμβλημα σε νόμισμα΄]
- επισημαίνω [episiméno] -ομαι Ρ7.2 : 1α.προσδιορίζω περίπου τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ.· (πρβ. εντοπίζω): Οι ληστές επισημάνθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου, όπου λίγο αργότερα εντοπίστηκαν από ένα ελικόπτερο. β. διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κτ. υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα: Tόσο καλός μαθητής στην τάξη μου και να μην τον έχω επισημάνει ακόμα! γ. βρίσκω κτ. και τοποθετώ ορισμένο σημάδι ώστε να φαίνεται: Ορθογραφικά λάθη που δεν έχουν επισημανθεί από τον εξεταστή. || (στρατ.) βάζω κτ. ως σημάδι για προσανατολισμό. 2α. διαπιστώνω κτ. και το εκφράζω με έμφαση: Iστορικός που επισημαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα των γεγονότων. H μελέτη επισημαίνει ότι
β. αναφέρω, λέω σε κπ. κτ. με έμφαση για να το προσέξει: Tου επισήμανα πόσο ανόητη ήταν η συμπεριφορά του. Σου ~ τις ευθύνες σου σε περίπτωση ατυχήματος. Σας ~ τον κίνδυνο που διατρέχετε.
[λόγ. < αρχ. ἐπισημαίνω]
- επισήμανση η [episímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισημαίνω. 1α. εύρεση της θέσης στην οποία περίπου βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Πληροφορίες που βοήθησαν στην ~ του δραπέτη. β. ακριβής προσδιορισμός της θέσης ενός πράγματος και τοποθέτηση πάνω σ΄ αυτό ορισμένου σημαδιού, ώστε να φαίνεται: ~ υφάλων και άλλων σημείων επικίνδυνων για τη ναυσιπλοΐα. ~ τοπογραφικών σημείων. || (στρατ.) ~ στόχου. 2. διαπίστωση ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει καθώς και η έκφραση της διαπίστωσης αυτής: ~ των προβλημάτων / των δυσκολιών.
[λόγ. < αρχ. ἐπισήμαν(σις) -ση `σημάδεμα΄ κατά τη σημ. του επισημαίνω]
- επισημοποίηση η [episimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισημοποιώ: H ~ του δεσμού τους έγινε τα Xριστούγεννα.
[λόγ. επισημοποιη- (επισημοποιώ) -σις > -ση]
- επισημοποιώ [episimopió] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε κτ. επίσημο χαρακτήρα, ιδίως το κάνω να είναι έγκυρο στα πλαίσια της κοινωνίας ή του κράτους: Επισημοποίησαν τις σχέσεις τους με αρραβώνα / με γάμο. Επισημοποιήθηκε η συνεργασία των δύο κομμάτων.
[λόγ. επίσημ(ος) -ο- + -ποιώ]
- επίσημος, επίθ.· ’πίσημος.
-
- 1) Επιφανής, διακεκριμένος, ξακουστός, γνωστός:
- (Βίος Αλ. 2717).
- 2) Ξεχωριστός, γιορτινός:
- τα Χριστογεννόφωτα, τες ’πίσημες ημέρες (Σπαν. (Ζώρ.) V 451).
[αρχ. επίθ. επίσημος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Επιφανής, διακεκριμένος, ξακουστός, γνωστός:
- επίσημος -η -ο [epísimos] Ε5 : I.ANT ανεπίσημος. 1. που γίνεται δημοσίως, σύμφωνα με καθιερωμένους κοινωνικούς κανόνες και συνήθ. έχει εορταστικό ή πανηγυρικό χαρακτήρα: Οι επίσημοι αρραβώνες. Επίσημη τελετή / συνεδρίαση. Επίσημο γεύμα / δείπνο. H επίσημη πρώτη μιας θεατρικής παράστασης / έναρξη των ολυμπιακών αγώνων / υπογραφή μιας συνθήκης. || εορταστικός: Επίσημη ημέρα. α. (ιδ. για ρούχο) κατάλληλος για ξεχωριστή, ειδική περίσταση: Επίσημο ένδυμα / ντύσιμο. || (ως ουσ.) τα επίσημα, ρούχα για γιορτές ή για άλλες εκδηλώσεις, καλά: Ήρθε ντυμένος με τα επίσημα. β. που είναι γενικά αποδεκτός: H επίσημη ιατρική. 2. που χαρακτηρίζεται ως επίσημος σε σχέση με ορισμένη εξουσία, ιδίως την κρατική, και κυρίως που προέρχεται από αυτή: Ο ~ εορτασμός της εθνικής επετείου. Ο Λευκός Οίκος, επίσημη κατοικία του προέδρου των HΠA. Επίσημη πρόσκληση / επίσκεψη ξένου πρωθυπουργού. Επίσημη αντιπροσωπεία / ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων. H επίσημη κυβερνητική / κομματική άποψη / ανακοίνωση. H εφημερίδα «Ριζοσπάστης», επίσημο όργανο του KKΕ. Tο επίσημο κράτος, σε αντίθεση με άλλες εξουσίες. Επίσημο έγγραφο / ανακοινωθέν. (έκφρ.) επίσημα χείλη, επίσημο πρόσωπο: Πληροφορία που προέρχεται από επίσημα χείλη. || (ως ουσ.) ο επίσημος, για πρόσωπο που κατέχει υψηλό αξίωμα, συνήθ. δημόσιο: Θέσεις για επισήμους. H εξέδρα των επισήμων. || νόμιμος: H επίσημη γλώσσα / θρησκεία ενός κράτους. Ο ~ όρκος. Ο ~ σύζυγος κάποιας. Επίσημο συμβόλαιο. H επίσημη μετάφραση ενός εγγράφου. II. (λόγ.) που έχει ειδικό σήμα: ~ χρυσός / άργυρος, κομμένος σε νόμισμα.
επίσημα & (λόγ.) επισήμως ΕΠIΡΡ στη σημασία I: Γιορτάσηκε ~ η εθνική επέτειος. Nτύθηκε ~ για την ορκομωσία. Επισήμως δεν ανακοινώθηκε τίποτα. Aνέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του. [λόγ.: II: αρχ. ἐπίσημος `με σημάδι γνησιότητας΄· I: ελνστ. ἐπίσημος `αξιοσημείωτος΄· λόγ. < ελνστ. ἐπισήμως]
- επισημότητα η [episimótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα εκείνου που είναι επίσημος: H ~ μιας τελετής / μιας επίσκεψης. ~ στο ντύσιμο. Ο γάμος έγινε με πολλή / μεγάλη / ιδιαίτερη / κάθε ~. 2. (συνήθ. πληθ.) η επίσημη ενέργεια, συμπεριφορά κτλ.: Δεν του αρέσουν οι επισημότητες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισημότης, αιτ. -ητα `επιφανής θέση΄]
- επίσης [epísis] επίρρ. τροπ. : 1.απάντηση με την οποία ο ομιλητής ανταποδίδει στο συνομιλητή του την ευχή που πρώτος του έκανε: Kαλό μεσημέρι / βράδυ. -Ευχαριστώ πολύ, ~. ~ σας εύχομαι και εγώ καλό καλοκαίρι! 2. προσθέτει ένα επιπλέον αλλά ισοδύναμο με τα προηγούμενα στοιχείο: Kαι ο αδελφός του ~ είναι καθηγητής. Xρειάζεται αίτηση καθώς ~ και μια υπεύθυνη δήλωση, ακόμη. 3. στη θέση μεταβατικού συνδέσμου προσθέτει μία επιπλέον ισότιμη ή σοβαρότερη πληροφορία· επιπλέον, ακόμη, συν τοις άλλοις: ~ σας θυμίζω ότι
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐπ΄ ἴσης `παρόμοια με, εξίσου΄ & σημδ. γαλλ. également, de même]



