Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
821 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβοηθητικός -ή -ό [epivoiθitikós] Ε1 : (σπάν.) βοηθητικός, συμπληρωματικός.

[λόγ. επι- βοηθητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβολή η [epivolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβάλλω. 1. ο εξαναγκασμός, η υποχρέωση κάποιου να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: H ~ της θέλησης / της γνώμης / της άποψης κάποιου. ~ πειθαρχίας. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ προστίμου / κυρώσεων. H ~ της ποινής του θανάτου. Kαθήκον της αστυνομίας είναι η ~ της τάξης. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: ~ δικτατορίας. 2. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να επιβάλλεται, να κυριαρχεί σε κπ. ή να παίζει πρωταρχικό ή καθοριστικό ρόλο σε κτ.: Hγέτης με κύρος και ~. || (ψυχ.): Tο ένστικτο της επιβολής.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβολή `ρίξιμο επάνω, πρόστιμο΄ & κατά τις σημ. της λ. επιβάλλω]

[Λεξικό Κριαρά]
επίβουλα, επίρρ.· ’πίβουλα.
  • Με τρόπο δόλιο:
    • ετούτες οι κακές αρχές, που ’πίβουλα προδίδου (Ερωτόκρ. Α´ 719).

[<επίθ. επίβουλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β : σκέφτομαι ή σχεδιάζω κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ τη ζωή / την υπόληψη / την περιουσία κάποιου. Προαιώνιοι εχθροί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας. Aντιδημοκρατικά στοιχεία που επιβουλεύονται τη γαλήνη του τόπου και τις ελευθερίες του λαού.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλεύω (ἐπιβουλεύομαι `γίνομαι αντικείμενο επιβουλής΄) μέσο κατά το αρχ. βουλεύομαι `σκέφτομαι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
επιβουλεύω· επιβουλεύγω· ’πιβουλεύω.
  • I. (Ενεργ.) σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
    • Εάν επιβουλεύσει η γυναίκα της ζωής του ανδρός … (Ελλην. νόμ. 5381).
  • II. Μέσ.
    • α) σκέπτομαι να κάνω κ. κακό:
      • επιβουλεύτηκες άλλον άνδρα να πάρεις (Ερωτοπ. 639
    • β) σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
      • όσοι ’ναι που ’πιβουλεύοντ’ άλλους, λανθάνονται (Αιτωλ., Μύθ. 3111
    • γ) φθονώ:
      • ο Έρωτας επιβουλεύτηκέ με, επήρε μου τήν ηγαπώ (Ch. pop. 551).

[αρχ. επιβουλεύω. Ο τ. επιβουλεύγω στο Βλάχ. Ο τ. ’πιβουλεύω στο Somav. Το μέσ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβουλή η [epivulí] Ο29 : το να σκέφτεται ή να σχεδιάζει κάποιος κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ κατά της ζωής / της υπόληψης κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλή]

[Λεξικό Κριαρά]
επιβουλή η· ’πιβουλή, (Αλεξ. 2416).

[αρχ. ουσ. επιβουλή. Τ. ’πιβουλή σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 215). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
επιβουλία η· επιβουλιά· ’πιβουλιά.
  • 1) Πονηριά, δόλος:
    • όποιος δίχως ’πιβουλιά τον πόθο του ξετρέχει … καλό το τέλος έχει (Ερωτόκρ. Α´ 15).
  • 2) Συνωμοσία:
    • έγινε επιβουλία κατά τούτον (ενν. τον βασιλέα) (Hagia Sophia ω 53813).

[αρχ. ουσ. επιβουλία. Ο τ. ’πιβουλιά και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
επιβούλλωμα το.
  • Σφραγίδα:
    • είχεν επιβούλλωμα η επιγραφή (Λόγ. παρηγ. O 671).

[<πρόθ. επί + ουσ. βούλλωμα]

[Λεξικό Κριαρά]
επίβουλος, επίθ.· ’πίβουλος.
  • 1) Που σκέπτεται κακό εναντίον κάπ., δόλιος, ύπουλος:
    • της επιβούλου τύχης (Λίβ. Sc. 3108).
  • 2) Που γίνεται με σκοπό να βλάψει κάπ., που κρύβει δόλο:
    • στην ’πίβουλήν σου την κλεψιάν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ 442).
  • 3) Άπιστος:
    • επίβουλος στην εδική σου αγάπην (Ερωτοπ. 662).

[αρχ. επίθ. επίβουλος. Ο τ., καθώς και άλλοι τ., σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 215)]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...83   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες