Παράλληλη αναζήτηση
821 εγγραφές [431 - 440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιξενούμαι ‑ώνομαι.
-
- Η μτχ. παρκ. επιξενωμένος ως ουσ. = ξενιτεμένος· ταξιδιώτης:
- τους επιξενωμένους αναιρούντες (Ψευδο-Σφρ. 36215‑6).
[αρχ. επιξενόομαι]
- Η μτχ. παρκ. επιξενωμένος ως ουσ. = ξενιτεμένος· ταξιδιώτης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιορκία η [epiorkía] Ο25 : παράβαση από κπ. του όρκου που ο ίδιος έχει δώσει: H ~ εκτός από αμάρτημα είναι αδίκημα και τιμωρείται.
[λόγ. < αρχ. ἐπιορκία]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιορκία η· αφιορκία· αφορκία, (Χριστ. διδασκ. 298)· θεορκία, (Ασσίζ. 3206)· ’φιορκία.
-
- Καταπάτηση όρκου, ψευδορκία:
- (Χρον. Μορ. P 4796).
[αρχ. ουσ. επιορκία. Ο τ. θεορκία με επίδρ. της λ. Θεός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Καταπάτηση όρκου, ψευδορκία:
[Λεξικό Κριαρά]
- επίορκος, επίθ.· αφίορκος· αφιόρκος· αφόρκος, (Χριστ. διδασκ. 336)· εφίορκος· θίορκος, (Ασσίζ. 7114)· ’φίορκος, (Μαχ. 2508)· ’φιόρκος, (Χρον. Μορ. P 4358)· ’φκιόρκος.
-
- 1) Που παίρνει ψεύτικους όρκους:
- οι ’φκιόρκοι, οπού αμνόγουσι το όνομα του Κυρίου … εις τα ψόματα (Αποκ. Θεοτ. I 163).
- 2) Που καταπατεί τους όρκους, επίορκος:
- (Χρον. Μορ. P 5813).
[αρχ. επίθ. επίορκος. Ο τ. θίορκος με επίδρ. της λ. Θεός. Ο τ. ’φίορκος και σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 193). Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Που παίρνει ψεύτικους όρκους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίορκος -η -ο [epíorkos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει παραβεί τον όρκο του: Πρόδωσε την πατρίδα, ενώ είχε ορκιστεί να την υπερασπίζεται· δεν είναι λοιπόν μόνο προδότης αλλά και ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίορκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιορκώ [epiorkó] Ρ10.9α : παραβαίνω τον όρκο μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιορ κῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιορκώ· αφιορκώ· αφορκώ, (Χριστ. διδασκ. 303)· εφιορκώ· ’πιορκώ· ’φιορκώ· ’φκιορκώ.
-
- 1) Κάνω ψεύτικο όρκο:
- (Τζάνε, Κατάν. 361).
- 2) Παραβαίνω τον όρκο:
- (Πόλ. Τρωάδ. 519).
[αρχ. επιορκέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Κάνω ψεύτικο όρκο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιούσα η [epiúsa] Ο25 : (λόγ.) η επόμενη ημέρα. (έκφρ.) τι τέξεται η ~, τι θα συμβεί την άλλη μέρα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιοῦσα (ενν. ἡμέρα) ουσιαστικοπ. θηλ. της αρχ. μτχ. ἐπιών `που ακολουθεί΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιούσιος -α -ο [epiúsios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ο ~ (άρτος), το καθημερινό ψωμί και με επέκταση τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Δουλεύει / αγωνίζεται για τον επιούσιο. Kερδίζει τον επιού σιο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιούσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίπαγος ο [epípaγos] Ο19 : (γεωλ.) στρώμα από ορυκτά που βρίσκεται σε μικρό βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίπαγος `πετρωμένη κρούστα΄]