Παράλληλη αναζήτηση
| 821 εγγραφές [421 - 430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινόημα το [epinóima] Ο49 : το αποτέλεσμα του επινοώ και ιδίως το δημιούργημα της φαντασίας: Ένα ποιητικό / δραματικό ~. || (πλεοναστικά) Aυτά είναι επινοήματα της φαντασίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινόημα, αρχ. σημ.: `σχέδιο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινόηση η [epinóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επινοώ. 1. δημιούργημα, συνήθ. πρωτότυπο, του νου που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο συνήθ. εργασιακό: Mια ~ της στιγμής ανέτρεψε το προηγούμενο αποτέλεσμα. || εφεύρεση, ανακάλυψη: H ~ νέων μεθόδων καλλιέργειας. H ~ της γραφής. 2. δημιούργημα της φαντασίας που παρουσιάζεται ως αληθινό: Aποδείχτηκε ότι η κατηγορία ήταν συκοφαντική ~ άσχετη με την αλήθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινόη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινοητής ο [epinoitís] Ο7 θηλ. επινοήτρια [epinoítria] Ο27 : αυτός που έχει επινοήσει κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινοητής· λόγ. επινοη(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινοητικός -ή -ό [epinoitikós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που εύκολα επινοεί, εφευρίσκει: Ένας ~ τεχνίτης / νους. Επινοητικό μυαλό. Άνθρωπος ~ στη δουλειά του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινοητικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινοητικότητα η [epinoitikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να επινοεί, να εφευρίσκει: Aντισταθμίζει τη σωματική του αδυναμία με την ~.
[λόγ. επινοητικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- επίνοια η· επινοία, (Βέλθ. 183).
-
[αρχ. ουσ. επίνοια]
[Λεξικό Κριαρά]
- επινόμιον το· επινόμι· ’πινόμι· ’πινόμιν· ’πινόμιον· υπονόμι.
-
- 1) Επώνυμο:
- Δημήτριος κατ’ όνομα, Ζήνος το επινόμι (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 25).
- 2) Προσωνυμία:
- ονομάζουντον Διγενής … και τούτο το ’πινόμιον το ’χεν διά μεγάλο (Διγ. O 1244).
[<επονομάζω. Τ. επινόμιν στο LBG. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 192)]
- 1) Επώνυμο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινοώ [epinoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.σκέφτομαι, δημιουργώ με το νου κτ. νέο, που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο συνήθ. εργασιακό: Ο αληθινός τεχνίτης διαρκώς επινοεί κάτι κι έτσι βελτιώνει το αποτέλεσμα της εργασίας του. || εφευρίσκω, ανακαλύπτω: Tα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν νέες μέθοδοι επικοινωνίας. 2. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. και το παρουσιάζω ως αληθινό: Kάθε φορά επινοεί μια δικαιολογία για να αποφύγει την τιμωρία. Επινόησε ολόκληρη ιστορία για να τον συγκινήσει.
[λόγ. < αρχ. ἐπινοῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επινοώ.
-
- 1) Σκέφτομαι κ., σοφίζομαι:
- (Ερμον. Χ 99).
- 2)
- α) Καταλαβαίνω, εννοώ:
- ουκ οίδεν τι λέγει, αλλά και κακώς επενόησεν τον ημέτερον λίβελλον (Ελλην. νόμ. 51821)·
- β) αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση»:
- κανείς ουδέν εγίνωσκε κρυφοκαμώματά των …, κανείς ουκ επενόει (Βέλθ. 826)·
- γ) ξέρω καλά:
- Άρχοντες, εγνωρίζατε, καλά το επινοείτε (Χρον. Μορ. H 5895).
- α) Καταλαβαίνω, εννοώ:
- 3) Θεωρώ:
- ως δεύτερος Σαμψών ούτος επενοείτο (Διγ. Z 1275).
[αρχ. επινοέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σκέφτομαι κ., σοφίζομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- επινυστάζω.
-
- Αδιαφορώ για κ., παραμελώ κ.:
- Ας μην επινυστάζει … η θειότης σου προς τούτο (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18442).
[μτγν. επινυστάζω]
- Αδιαφορώ για κ., παραμελώ κ.:



