Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίσημος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επίσημος, επίθ.· ’πίσημος.
  • 1) Επιφανής, διακεκριμένος, ξακουστός, γνωστός:
    • (Βίος Αλ. 2717).
  • 2) Ξεχωριστός, γιορτινός:
    • τα Χριστογεννόφωτα, τες ’πίσημες ημέρες (Σπαν. (Ζώρ.) V 451).

[αρχ. επίθ. επίσημος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίσημος -η -ο [epísimos] Ε5 : I.ANT ανεπίσημος. 1. που γίνεται δημοσίως, σύμφωνα με καθιερωμένους κοινωνικούς κανόνες και συνήθ. έχει εορταστικό ή πανηγυρικό χαρακτήρα: Οι επίσημοι αρραβώνες. Επίσημη τελετή / συνεδρίαση. Επίσημο γεύμα / δείπνο. H επίσημη πρώτη μιας θεατρικής παράστασης / έναρξη των ολυμπιακών αγώνων / υπογραφή μιας συνθήκης. || εορταστικός: Επίσημη ημέρα. α. (ιδ. για ρούχο) κατάλληλος για ξεχωριστή, ειδική περίσταση: Επίσημο ένδυμα / ντύσιμο. || (ως ουσ.) τα επίσημα, ρούχα για γιορτές ή για άλλες εκδηλώσεις, καλά: Ήρθε ντυμένος με τα επίσημα. β. που είναι γενικά αποδεκτός: H επίσημη ιατρική. 2. που χαρακτηρίζεται ως επίσημος σε σχέση με ορισμένη εξουσία, ιδίως την κρατική, και κυρίως που προέρχεται από αυτή: Ο ~ εορτασμός της εθνικής επετείου. Ο Λευκός Οίκος, επίσημη κατοικία του προέδρου των HΠA. Επίσημη πρόσκληση / επίσκεψη ξένου πρωθυπουργού. Επίσημη αντιπροσωπεία / ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων. H επίσημη κυβερνητική / κομματική άποψη / ανακοίνωση. H εφημερίδα «Ριζοσπάστης», επίσημο όργανο του KKΕ. Tο επίσημο κράτος, σε αντίθεση με άλλες εξουσίες. Επίσημο έγγραφο / ανακοινωθέν. (έκφρ.) επίσημα χείλη, επίσημο πρόσωπο: Πληροφορία που προέρχεται από επίσημα χείλη. || (ως ουσ.) ο επίσημος, για πρόσωπο που κατέχει υψηλό αξίωμα, συνήθ. δημόσιο: Θέσεις για επισήμους. H εξέδρα των επισήμων. || νόμιμος: H επίσημη γλώσσα / θρησκεία ενός κράτους. Ο ~ όρκος. Ο ~ σύζυγος κάποιας. Επίσημο συμβόλαιο. H επίσημη μετάφραση ενός εγγράφου. II. (λόγ.) που έχει ειδικό σήμα: ~ χρυσός / άργυρος, κομμένος σε νόμισμα. επίσημα & (λόγ.) επισήμως ΕΠIΡΡ στη σημασία I: Γιορτάσηκε ~ η εθνική επέτειος. Nτύθηκε ~ για την ορκομωσία. Επισήμως δεν ανακοινώθηκε τίποτα. Aνέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του.

[λόγ.: II: αρχ. ἐπίσημος `με σημάδι γνησιότητας΄· I: ελνστ. ἐπίσημος `αξιοσημείωτος΄· λόγ. < ελνστ. ἐπισήμως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go