Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάψαλμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάψαλμος ο [eksápsalmos] Ο20 : περιληπτική ονομασία μιας σειράς από έξι ψαλμούς της ακολουθίας του όρθρου: Ψάλλει / διαβάζει τον εξάψαλμο. ΦΡ ψέλνω / ακούω τον εξάψαλμο, για έντονες παρατηρήσεις, υπερβολική επίπληξη, μάλωμα· ΣYN ΦΡ ψέλνω / ακούω τον αναβαλλόμενο.

[λόγ. < μσν. εξάψαλμος (ενν. ύμνος) < εξα- + ψαλμ(ός) -ος επειδή έχει έξι ψαλμούς]

[Λεξικό Κριαρά]
εξάψαλμος ο.
  • (Εκκλ.) εκλογή έξι ψαλμών του Δαβίδ που διαβάζονται στην αρχή του όρθρου και συνεκδ. το τμήμα αυτό της ακολουθίας του όρθρου:
    • πού ήτον εις τον εξάψαλμον; …· πού ήτον εις τον εσπερινόν; (Προδρ. ΙV 48-1 χφ V κριτ. υπ).

[<αριθμητ. εξ + ουσ. ψαλμός. Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες