Παράλληλη αναζήτηση
| 746 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάμισης, αριθμητ. επίθ.· ανάμισης· θηλ. ανάμιση.
-
- Ενάμισης:
- πλάτος ποδάρι ανάμισι (Αγαπ., Γεωπον. 160)·
- μιάμιση φορά (Καραβ. 49320 (έκδ. μία μισή))·
- ανάμισην ουγγίαν (Αγαπ., Γεωπον. 214).
[<αριθμητ. ένας + επίθ. ήμισυς. Ο τ. στο ουδ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ. Ε´ 147, Πιτυκ.). Το θηλ. στο Somav. (λ. ενάμιση). Η λ. και σήμ.]
- Ενάμισης:
- ενάμισης μιάμιση ενάμισι [enámisis mnámisi enámisi] αριθμτ. επίθ. : ένας και μισός: ~ χρόνος. Mιάμιση ώρα. Ενάμισι μέτρο. Σε διάστημα ενάμιση χρόνου / μιάμισης ώρας / ενάμισι έτους. || Tι ώρα είναι; - Mιάμιση.
[μσν. *ενάμισης (πρβ. μσν. ανάμισης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < ουδ. *ενάμισι -ς· μιά-μιση κατά τα ενάμισης, ενάμισι· μσν. *ενάμισι < *ενάημισι με αποφυγή της χασμ. < ένα + ήμισυ (πρβ. ελνστ. ἑνήμισυ)]
- ενάμνιος -α -ο [enámnios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται μέσα στο άμνιο· (πρβ. αμνιακός): Ενάμνιο υγρό.
[λόγ. εν- άμνι(ον) -ος]
- ενανθρακώνω [enanθrakóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω με άνθρακα μια μάζα σιδήρου ή κράματος, για να αυξήσω τη σκληρότητά του.
[λόγ. εν- ανθρακ- (δες άνθρακας) -ώ > -ώνω μτφρδ. αγγλ. carburize, carbonize]
- ενανθράκωση η [enanθrákosi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ενανθρακώνω: ~ μαλακού χάλυβα. Mέθοδοι ενανθράκωσης.
[λόγ. ενανθρακω- (δες ενανθρακώνω) -σις > -ση]
- ενανθρακωτικός -ή -ό [enanθrakotikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για ενανθράκωση: Ενανθρακωτικά μέσα / υγρά / αέρια.
[λόγ. ενανθρακω- (δες ενανθρακώνω) -τικός]
- ενανθρώπηση η [enanθrópisi] Ο33 : (θεολ.) η ενσάρκωση του Yιού και Λόγου του Θεού και η παραμονή του μεταξύ των ανθρώπων: Στο μυστήριο της θείας ενανθρώπησης θεμελιώνεται όλη η διδασκαλία και η πίστη της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνανθρώπη(σις) -ση]
- ενανθρώπησις η.
-
- (Θεολ.) ενσάρκωση του Χριστού:
- (Σφρ., Χρον. 18424).
[μτγν. ουσ. ενανθρώπησις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- (Θεολ.) ενσάρκωση του Χριστού:
- ενανθρωπίζομαι [enanθropízome] Ρ2.1β : (θεολ.) αποκτώ σωματική, ανθρώπινη υπόσταση· ενσαρκώνομαι.
[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐνανθρωπίζω]
- έναντι [énandi] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος. α. (λόγ.) με καθαρά τοπική σημασία· απέναντι, αντίκρυ: ~ της εισόδου. β. για δήλωση σύγκρισης: Yστερεί ~ όλων των άλλων, σε σύγκριση, σε σχέση με όλους τους άλλους. γ. σε σχέση με κτ., όσον αφορά κτ., ως προς κτ.: Είναι συνεπής ~ των υποχρεώσεών του. δ. με αντάλλαγμα κτ. (συνήθ. ορισμένο χρηματικό ποσό)· αντί: Πουλήθηκε ~ δύο εκατομμυρίων δραχμών. 2. (απολύτως) για να δηλωθεί η καταβολή ή η λήψη μέρους από οφειλόμενο ποσό ή λογαριασμό που δεν έχει ακόμη κλείσει: Kατέβαλε χίλιες δραχμές ~. Έλαβα χίλιες δραχμές ~. Δώσε κτ. ~.
[λόγ. < ελνστ. ἔναντι `επί παρουσία κάποιου, απέναντι΄ & σημδ. γαλλ. contre]



