Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
746 εγγραφές [251 - 260]
[Λεξικό Κριαρά]
ενεμπιστεύομαι,
βλ. εμπιστεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
ενεμπιστοσύνη η,
βλ. εμπιστοσύνη.
[Λεξικό Κριαρά]
ενέμπροσθεν, επίρρ.
  • 1) Ενώπιον:
    • του δουκός ενέμπροσθεν και των αρχόντων έστη (Κορων., Μπούας 36).
  • 2) Προηγουμένως, στην αρχή:
    • (Ψευδο-Σφρ. 188).

[<πρόθ. εν + επίρρ. έμπροσθεν]

[Λεξικό Κριαρά]
ενέμπροστας, επίρρ.,
βλ. εμπροστά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενήκοντα [eneníkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ενενήντα.

[λόγ. < αρχ. ἐνενήκοντα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενηκονταετής -ής -ές [enenikondaetís] Ε10 : (λόγ.) ενενηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκονταετής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενηκονταετία η [enenikondaetía] Ο25 : χρονική περίοδος ενενήντα ετών.

[λόγ. ενενηκονταετ(ής) -ία κατά το εβδομηκονταετία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενηκοντούτης ο [enenikondútis] θηλ. ενενηκοντούτις [enenikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ενενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ενενηντάχρονος, ενενηκονταετής: ~ γέρος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοντούτης· λόγ. ενενηκοντούτ(ης) -ις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενηκοστός -ή -ό [enenikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ενενήντα: Στην ενενηκοστή πρώτη σελίδα. Πέθανε στο ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, ενενήντα ετών. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ογδοηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενενηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η ενενηκοστή, η ενενηκοστή δύναμη: Yψώ νω έναν αριθμό στην ενενηκοστή. 2. το ενενηκοστό, το ένα από τα ενενήντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενήντα [enenínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από ενενήντα (90) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες. || (αντί του τακτικού ενενηκοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ενενηκοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.) το ενενήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατόν ογδόντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό ενενήντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο ενενήντα. γ. το ΄90 (΄90), αντί 1990: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία ενενήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. ενενήντα < αρχ. ἐνενήκοντα απλολ. κατά το τριάντα]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες