Παράλληλη αναζήτηση
| 746 εγγραφές [671 - 680] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έντριτο(ν) το.
-
- Φεουδαλικός φόρος, η εντριτία (βλ. ά.):
- Αφήνω εις τη Θεοτόκο στη Βαθιά το έντριτο τα εννιά μουζούρια το στάρι (Διαθ. 17. αι. 7191).
[<έκφρ. έν(α) τρίτο(ν) (πβ. Κατσουρός, ΕΜΑ 5, 1955, 55, κ.α.). Η λ. σε έγγρ. του 16. και 17. αι.]
- Φεουδαλικός φόρος, η εντριτία (βλ. ά.):
- έντρομα, επίρρ.
-
- Εύκολα, πρόχειρα:
- όντε θα κάμω τη δουλειά έντρομα να το βρούμε (Φορτουν. Δ´ 411).
[<μτγν. επίθ. ένδρομος (L‑S, Andr.). Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Εύκολα, πρόχειρα:
- έντρομος -η -ο [éndromos] Ε5 : που κυριαρχείται από τρόμο· τρομαγμένος, καταφοβισμένος: Έτρεξαν έντρομοι να κρυφτούν. || που δείχνει τρόμο: Έντρομο ύφος / βλέμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔντρομος `που τρέμει΄]
- εντροπαλός, επίθ.· ντροπαλός.
-
- Ντροπαλός:
- (Σπαν. A 593).
[<ουσ. εντροπή κατά τα επίθ. σε ‑αλός. Πβ. και αρχ. εντροπαλίζομαι. Ο τ. και σήμ. Η λ. και ο τ. στο Somav.]
- Ντροπαλός:
- εντροπαλός -ή -ό [endropalós] Ε1 : (λόγ.) ντροπαλός.
[λόγ. < μσν. εντροπαλός < εντροπ(ή) -αλός]
- εντροπή η [endropí] Ο29 : (λόγ.) ντροπή.
[λόγ. < αρχ. ἐντροπή `σεβασμός, σεμνότητα΄]
- εντροπή η· ανδροπή· αντροπή· ντροπή.
-
- 1)
- α) Καταισχύνη:
- μισσεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη (Ερωτόκρ. Β´ 2167)·
- β) ντροπή:
- Γυμνώσου, μην τον ντρέπεσαι (ενν. τον ιατρόν) να δείξεις το κορμί σου· ότι εντροπή δεν έναι αυτό (Πένθ. θαν. 450).
- α) Καταισχύνη:
- 2) Συστολή (από σεβασμό σε κάπ.):
- γεννά γαρ σέβας εντροπή (Σπαν. A 316).
- 3) Τα γεννητικά όργανα:
- Κύριε μου, εγυμνώθηκα, φαίνεται η εντροπή μου (Χούμνου, Κοσμογ. 85).
- 4) Προσβολή:
- το δεύτερον έναι ότι να ποίσεις τινός άσκημον, και αυτό λέγεται εντροπή (Άνθ. χαρ. 29910).
[αρχ. ουσ. εντροπή. Βλ. και απεντροπής. Ο τ. αντρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. ντρ‑ και σήμ.]
- 1)
- εντροπία η [endropía] Ο25 : 1.(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος η οποία αυξάνεται, όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας. 2. (στη θεωρία των πληροφοριών) ο αριθμός που εκφράζει το βαθμό ανταγωνισμού των δυνατών απαντήσεων σε ένα και το αυτό ερέθισμα.
[λόγ. < διεθ. en- = εν- -tropy < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ία (διαφ. το αρχ. ἐντροπία = ἐντροπή (δες εντροπαλός))]
- εντροπιάζω [endropxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ντροπιάζω.
[λόγ. < μσν. εντροπιάζω < εντροπ(ή) -ιάζω]
- εντροπιάζω· αντροπιάζω· ντροπιάζω.
-
- I. (Ενεργ.) ντροπιάζω κάπ., εκθέτω κάπ., προσβάλλω την τιμή κάπ.:
- μα συ δε μολογάς Θεόν, μα θες να με ντροπιάσεις (Ριμ. κόρ. 698).
- II. Μέσ.
- 1) Αμαυρώνω τη φήμη μου, εξευτελίζομαι:
- να ’χα ’σταιν ρήγας της Κύπρου τιμημένος και όχι ρήγας όλου του κόσμου και να ’μαι αντροπιασμένος! (Μαχ. 23030‑1).
- 2) (Προκ. για γυναίκες) παρεκτρέπομαι ερωτικά, ατιμάζομαι:
- αφότες εντροπιάστηκεν η αθλία και επομπεύτη (Συναξ. γυν. 400).
- 1) Αμαυρώνω τη φήμη μου, εξευτελίζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που φέρνει ντροπή· αισχρός:
- ετίμασέν την αντροπιασμένα λογία λαλώντα της (Μαχ. 21427).
[<ουσ. εντροπή + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. αντρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ντρ‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο LBG και στο Βλάχ.]
- I. (Ενεργ.) ντροπιάζω κάπ., εκθέτω κάπ., προσβάλλω την τιμή κάπ.:



