Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
746 εγγραφές [551 - 560]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντατικοποίηση η [endatikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντατικοποιώ: Tο φοιτητικό κίνημα αντιδρά στα σχέδια εντατικοποίησης των σπουδών. ~ εργασίας / παραγωγής.

[λόγ. εντατικοποιη- (εντατικοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντατικοποιώ [endatikopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. περισσότερο εντατικό: Πρέπει να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειές μας, να τις εντείνουμε.

[λόγ. εντατικ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. intensifier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντατικός -ή -ό [endatikós] Ε1 : για ενέργεια, δράση κτλ. που γίνεται με πολλή ένταση, με αύξηση ενέργειας ή δραστηριότητας, ώστε να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο συντομότερο χρόνο: Εντατικές προσπάθειες, έντονες. Εντατικό διάβασμα / μελέτη. Εντατική εργασία. Εντατικό πρόγραμμα. ~ ρυθμός. Πρόγραμμα εντατικών μαθημάτων. || (ειδικότ.): Εντατική καλλιέργεια, που δεν εξαρτάται από την παραγωγικότητα του εδάφους, αλλά από την εφαρμογή ειδικών μεθόδων και από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. || Θάλαμος / μονάδα εντατικής θεραπείας και ως ουσ. η εντατική, όπου νοσηλεύονται ασθενείς των οποίων η κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη και συνεχή παρακολούθηση. εντατικά & (λόγ.) εντατικώς ΕΠIΡΡ: Εργάζομαι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐντατικός `που διεγείρει σεξουαλικά΄ σημδ. γαλλ. intense· λόγ. εντατικ(ός) -ώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντατικότητα η [endatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εντατικού.

[λόγ. εντατικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενταύθα [endáfθa] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) εδώ, σε αυτόν τον τόπο ή σε αυτό το μέρος, στο οποίο βρισκόμαστε (ή βρίσκεται ο ομιλητής)· ως ένδειξη σε επιστολές, έγγραφα κτλ., που αποστέλλονταν σε παραλήπτες που βρίσκονταν στην ίδια πόλη με τον αποστολέα.

[λόγ. < αρχ. ἐνταῦθα `εδώ, εκεί΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ενταυθοί, επίρρ.
  • Συγχρόνως, μαζί:
    • απορήσει τις πώς ενταυθοί τα δύο, πώς ισχυρός ο είς εστί, πώς ο αυτός και κλέπτης (Γλυκά, Αναγ. 3).

[αρχ. επίρρ. ενταυθοί]

[Λεξικό Κριαρά]
ενταυτῴ, επίρρ.
  • Την ίδια στιγμή, αμέσως:
    • Μήδ’ εκδικήσεις ενταυτῴ εις το τυχόν και ολίγον (Κομν., Διδασκ. Δ 219
    • (με προηγ. το επίρρ. ως):
      • (Τριβ., Ρε 57).

[<συνεκφ. εν ταὐτῴ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενταφιάζω [endafiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) θάβω. α. τοποθετώ σώμα νεκρού σε τάφο: Είχε ζητήσει να τον ενταφιάσουν στο χώμα της πατρίδας του. β. (για πργ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε λάκκο, όρυγμα κτλ. και το σκεπάζω με χώμα: Tα πυρηνικά απόβλητα ενταφιάζονται σε ειδικά επιλεγμένες περιοχές. γ. (μτφ.): Ενταφιάστηκαν οι ελπίδες μου / τα όνειρά μου, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν.

[λόγ.: α: ελνστ. ἐνταφιάζω `ετοιμάζω για ταφή΄· β, γ: σημδ. γερμ. begraben & αγγλ. bury]

[Λεξικό Κριαρά]
ενταφιάζω.
  • Θάβω:
    • κοιμητήρι, ένθα ενταφιάζονται πάντες οι καλογέροι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1388).

[μτγν. ενταφιάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενταφίαση η [endafíasi] Ο33 : ενταφιασμός.

[λόγ. < ελνστ. ἐνταφία(σις) -ση `ετοιμασία για ταφή΄]

< Προηγούμενο   1... 54 55 [56] 57 58 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες