Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντροπία η [endropía] Ο25 : 1.(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος η οποία αυξάνεται, όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας. 2. (στη θεωρία των πληροφοριών) ο αριθμός που εκφράζει το βαθμό ανταγωνισμού των δυνατών απαντήσεων σε ένα και το αυτό ερέθισμα.
[λόγ. < διεθ. en- = εν- -tropy < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ία (διαφ. το αρχ. ἐντροπία = ἐντροπή (δες εντροπαλός))]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντροπιάζω [endropxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ντροπιάζω.
[λόγ. < μσν. εντροπιάζω < εντροπ(ή) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντροπιάζω· αντροπιάζω· ντροπιάζω.
-
- I. (Ενεργ.) ντροπιάζω κάπ., εκθέτω κάπ., προσβάλλω την τιμή κάπ.:
- μα συ δε μολογάς Θεόν, μα θες να με ντροπιάσεις (Ριμ. κόρ. 698).
- II. Μέσ.
- 1) Αμαυρώνω τη φήμη μου, εξευτελίζομαι:
- να ’χα ’σταιν ρήγας της Κύπρου τιμημένος και όχι ρήγας όλου του κόσμου και να ’μαι αντροπιασμένος! (Μαχ. 23030‑1).
- 2) (Προκ. για γυναίκες) παρεκτρέπομαι ερωτικά, ατιμάζομαι:
- αφότες εντροπιάστηκεν η αθλία και επομπεύτη (Συναξ. γυν. 400).
- 1) Αμαυρώνω τη φήμη μου, εξευτελίζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που φέρνει ντροπή· αισχρός:
- ετίμασέν την αντροπιασμένα λογία λαλώντα της (Μαχ. 21427).
[<ουσ. εντροπή + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. αντρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ντρ‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο LBG και στο Βλάχ.]
- I. (Ενεργ.) ντροπιάζω κάπ., εκθέτω κάπ., προσβάλλω την τιμή κάπ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- εντροπιάρης, επίθ.· θηλ. εντροπιαρία· ντροπιαρά.
-
- Ντροπαλός:
- γιατί ’ν’ η κόρη ντροπιαρά πολλά (Πανώρ. Δ´ 165).
[<ουσ. εντροπή + κατάλ. ‑ιάρης. Θηλ. εντροπαρία σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στον τ. ντρο-]
- Ντροπαλός:
[Λεξικό Κριαρά]
- εντροπιασμένα, επίρρ.· αντροπιασμένα.
-
- 1) Ντροπιασμένα, επαίσχυντα:
- απόθανεν άσκημα, εντροπιασμένα (Χρον. Τόκκων 3290).
- 2) Με τρόπο που προκαλεί ντροπή, αδιάντροπα, αναίσχυντα:
- επολογήθην τους (ενν. ο αμιράς) τόσον σκλερά και αντροπιασμένα (Μαχ. 1442).
[<μτχ. παρκ. του εντροπιάζω. Η λ. στο Somav.]
- 1) Ντροπιασμένα, επαίσχυντα:
[Λεξικό Κριαρά]
- εντροπιαστά, επίρρ.· ντροπιαστά.
-
- Με ντροπή, ντροπαλά:
- κλιτά κι εντροπιαστά τον ήβλεπεν η κόρη (Ερωτόκρ. Α´ 2100).
[<επίθ. εντροπιαστός]
- Με ντροπή, ντροπαλά: