Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοφλέβιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοφλέβιος -α -ο [enδoflévios] Ε6 : (ιατρ.) που γίνεται σε φλέβα, διά μέσου μιας φλέβας· (πρβ. ενδοφλεβικός): Ενδοφλέβια ένεση. Ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου. Ενδοφλέβια νάρκωση / διατροφή. ενδοφλεβίως ΕΠIΡΡ: Tο φάρμακο χορηγείται ~.

[λόγ. ενδο- + φλεβ- (δες φλέβα) -ιος μτφρδ. γαλλ. intraveineux· λόγ. ενδοφλέβι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες