Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδιαφέρων -ουσα -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδιαφέρων -ουσα -ον [enδiaféron] Ε12 : (λόγ.) (για πρόσ. ή πργ.) που προκαλεί, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, την προσοχή κάποιου: Ενδιαφέρουσα συζήτηση / άποψη / πρόταση / περίπτωση. Ενδιαφέρον ζήτημα. || (ως ουσ.) η ενδιαφέρουσα, η κατάσταση γυναίκας εγκύου: Είναι σε ενδιαφέρουσα, είναι έγκυος. || (ως ουσ.) το ενδιαφέρον*.

[λόγ. μεε. του ρ. ενδιαφέρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go