Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβάς
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
εμβασία η· εμπασά· εμπασία· ’μπασία.
  • 1)
    • α) Είσοδος:
      • εμπασία του παλατιού (Σουμμ., Ρεμπελ. 189
    • β) πέρασμα, δίοδος, δρόμος:
      • να σφαλίσει τας εμπασίας (Δωρ. Μον. ΧΧVII).
  • 2) Σύνορα· παραμεθόρια περιοχή:
    • πόθε οδεύεις της Παλαιστίνης εμπασάν (Χούμνου, Κοσμογ. 706).
  • 3) Έφοδος, επίθεση:
    • τα κονδάρια τρίφθησαν σ’ εκείνη τη ’μπασία (Αλεξ. 853).

[<ουσ. έμβασις + κατάλ. ία. Ο τ. εμπασά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. εμβασιά στο Du Cange. Η λ. στο Du Cange App. και το LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
έμβασις η· έμπασις.
  • 1) Ερχομός· παρουσία:
    • η έμπασις της καλλιοτέρας ελπίδος (Χριστ. διδασκ. 92).
  • 2) (Προκ. για σιτάρι) συγκομιδή:
    • ήτον εις την έμπασιν απάνω του ψωμίου (Χρον. Τόκκων 3231).
  • 3) Λεκάνη λουτρού, λουτήρας:
    • εν τῃ θέρμῃ κρατείτω (ενν. τον ιέρακα) εις την έμβασιν (Ιερακοσ. 47010).

[αρχ. ουσ. έμβασις. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμβασμα το [émvazma] Ο49 : 1.χρηματικό ποσό που αποστέλλεται μέσο πιστωτικού ιδρύματος ή ταχυδρομείου, δηλαδή με εντολή για κατάθεση ή πληρωμή, ή με ταχυδρομική ή τηλεγραφική επιταγή: Aποστέλλω ~ είκοσι χιλιάδων δραχμών, εμβάζω. Tα εμβάσματα των μεταναστών αποτελούσαν την κύρια πηγή εισοδήματος. Tαχυδρομικό / τραπεζικό ~. 2. το σχετικό έντυπο έγγραφο: Yπογράφω ~.

[λόγ. εμβασ- (εμβάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβαστικός -ή -ό [emvastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποστολή εμβάσματος: Εμβαστική επιστολή. Εμβαστικό έγγραφο, έμβασμα2. || (ως ουσ.) τα εμβαστικά, τα έξοδα που απαιτούνται για την αποστολή εμβάσματος.

[λόγ. εμβασ- (εμβάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες